Οι συρμοί του μετρό σταμάτησαν. Μια τραγική νεανική βουτιά στο τίποτα του θανάτου τράβηξε το μοχλό. Περιμένεις βαβούρα σκοτεινή, εκείνο το λαϊκό ψίθυρο μπροστά στη συμφορά, διογκωμένο σε εποχές καθολικής δυσπραγίας. Κι όμως, πού να το φανταστείς πως τόσοι πολλοί έσπευσαν στα γκισέ ζητώντας πίσω το αντίτιμο του εισιτηρίου... Κατεβασμένα κεφάλια αλλά κι επιμονή στη διαπραγμάτευση «δε φταίω εγώ για να πληρώσω, τα λεφτά μου πίσω, πρέπει να πάω στη δουλειά...». Δυο ευρώ παρά κάτι λεπτά το εισιτήριο για μια ρουτίνα, μια στοιχειώδη ασφάλεια κανονικής ζωής, που δεν αντέχει την υπενθύμιση της ελλοχεύουσας «ατυχίας»...
Πρώτα ένας ξεψύχησε, ύστερα δεύτερος και μετά και τρίτος εργάτης, εκεί κάτω στα πετρέλαια τα ελληνικά... Να πνιγεί το «εργατικόν ατύχημα». Οχι δυσ-τύχημα. Αυτό ήρθε μετά που οι καμένοι δεν άντεξαν. Προπάντων να μη γενικευτεί η συζήτηση για αιτίες κι ευθύνες.
Κι ύστερα ήταν κι εκείνη η... διευκρίνιση δίπλα απ' το όνομα των νεκρών, «μόνιμος» εργάτης ή «εργολαβικός», που θα παίξει το ρόλο της στα δικαστήρια, στις αποζημιώσεις, στο γραμμένο νόμο που δε δίνει ποτέ το δίκιο στον εργάτη. Οι κρατήσεις απ' την αιωνιότητα, βλέπεις, υπόκεινται στο ΦΠΑ των διαφεντευτών της επίγειας κόλασης. Κι όμως, δε φταίνε μόνο τα μίντια για το βραχιολάκι του κατ' οίκον περιορισμού της νοημοσύνης και της συνείδησής μας. Το τι μας αφορά και δικαιούται συλλογικής ζύμωσης είναι κι ατομική ευθύνη, εις ολόκληρον μάλιστα, όταν δεν αντέχεις την κουβέντα για το θανατικό και μετράς το χρόνο της ίδιας της ζωής ευρώ το ευρώ της επιβίωσης... Κι ύστερα έρχονται οι δημοσκοπήσεις των ημερών. Κι αποθεώνουν το μαζικό αυτοευνουχισμό, αυτοακρωτηριασμό, σε μια έκρηξη ενοχικής περηφάνιας και αναγωγή της «ακριβής» πατρίδας σε ακριβό οικόπεδο.
Γιατί, ποια κυβέρνηση, πολλώ μάλλον μια αυτοπροσδιοριζόμενη και πλασαρισμένη ως αριστερή, μπορεί να θεωρεί στήριξή της, την αποδοχή του ΕΝΦΙΑ, την κλίση της κεφαλής στην άνοδο του ΦΠΑ, την αναβολή των προσδοκιών για τα ψίχουλα κατώτατων μισθών, τη, με λίγα λόγια, οριστικοποίηση και παγίωση των δυσθεώρητων απωλειών της τελευταίας πενταετίας, έχοντας πατήσει στην κατάργησή τους για να εκλεγεί... Θαρρείς κι αρκεί ένα δημοσκοπικό ασβέστωμα που εξαφάνισε απ' τους τοίχους εκείνο το γκράφιτι «βασανίζομαι», για να διαστρεβλωθεί η υποταγή σε περηφάνια. Η ελπίδα ήρθε, είδε και απήλθε, λένε όσοι μιλούν για κάτι πέρα απ' το εισιτήριο του θανάτου που γίνεται αισθητός μόνο στην τσέπη.
Η διαλεκτική της ζωής έχει μετατραπεί σε παζάρι του αυτονόητου της επιβίωσης. Η μάζα που αποδέχεται την υποταγή της στις ανάγκες της εξουσίας, τώρα εκχωρεί το δικαίωμά της στη συγγραφή της πραγματικής Ιστορίας στους διαχειριστές της. Παραδίνεται ως λαός όταν τον κολακεύουν και τον μετράνε ως στατιστική συναίνεση στον ίδιο του τον αφανισμό. Ποιος μπορεί να θεωρεί περήφανο έναν λαό, μια κοινωνία που εθίζεται να λέει «πάση θυσία» όχι για να ξημερώσει μια άλλη μέρα, αλλά απλώς για να ξημερώσει, περιορίζοντας τη λαϊκή κυριαρχία στην αποδοχή της νομοτέλειας του μέρα - νύχτα;
Αυτή η ζημιά είναι δυσκολομάζευτη. Δεν είναι απλώς αποπολιτικοποίηση της ατομικής και συλλογικής σκέψης. Είναι άδειασμα του νου από κάθε επαγωγικό συνειρμό και χειραγώγησή του με βομβαρδισμό ατέρμονων ψευδών διλημμάτων, που καταλήγουν σ' εκείνο το άθλιο «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός μας». Και για να μην το πολυσκεφτεί κανείς και ξυπνήσει κι απαντήσει ελεύθερα, ότι μπορεί και θέλει να σταθεί απέναντι, η ευρωαριστερή διανόηση της επικοινωνίας εφηύρε και χρησιμοποιεί κατά κόρον τον όρο δυστοπία. Προσέξτε τους. Ακούστε τους. Μαντρώνουν κάθε επιχειρηματολογία στη... δυστοπία. Ετσι ώστε για τη δυσπραγία μας να φταίει ο τόπος. Ωσπου να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τα δισ. από αυτό το δυσ-, ο δύσ-μοιρος και να τ' αφήνεις να στο διαπραγματεύονται ως το τέλος της βγαλμένης έξω γλώσσας σου.