του Αλέκου Χατζηκώστα
Τις τελευταίες μέρες μία νέα δικομματικού χαρακτήρα «κόντρα» ξέσπασε σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών (νέα προγράμματα σπουδών σε όλες το βαθμίδες Εκπαίδευσης). Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ να κάνει λόγο αναβάθμιση του μαθήματος από ομολογιακό σε μάθημα γνώσης των θρησκειών και της Ορθοδοξίας, και ΝΔ, κάνει λόγο για υποβάθμιση της διδασκαλίας για την Ορθόδοξη πίστη
Πέρα από τον αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα της «αντιπαράθεσης» που αφήνει στην άκρη όλα τα καυτά προβλήματα της Δημόσιας Εκπαίδευσης, αναδεικνύονται και ορισμένα γενικότερα ιδεολογικά ζητήματα που μένουν στην «αφάνεια». Ας δούμε ορισμένες πλευρές του ζητήματος:
1.Σε κάθε αστικό εκπαιδευτικό σύστημα αποτυπώνεται η αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας από τη μια να απαιτούνται με ταχύτητα νέες γνώσεις και επιστημονικότητα στην εξήγηση νέων φαινομένων, από την άλλη να ενισχύεται η μη επιστημονική εξήγηση της ιστορικής κίνησης, εν μέρει και της φυσικής. Το αστικό σχολείο με τα μαθήματα των φυσικών επιστημών, των θρησκευτικών και της φιλοσοφίας προσφέρει στους μαθητές γνώσεις και οι ιδέες που συγκρούονται .Από τη μια μεριά είναι υποχρεωμένο να διδάξει την αλήθεια, όπως πηγάζει από τις θετικές επιστήμες, και από την άλλη προσπαθεί…να ερμηνεύσει την ιστορία, την κοινωνική ζωή και τον κόσμο με μια ιδεαλιστική αντίληψη που δεν έχει βέβαια καμιά απολύτως επιστημονική θεμελίωση, είναι εντούτοις ιδιαίτερα χρήσιμη για την κυρίαρχη αστική τάξη. Στο σχολείο γενικά αποτυπώνονται βασικές ιδεολογικές λειτουργίες όπως η αιτιολόγηση της αιωνιότητας των αστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων, η εξύμνηση και ο εξωραϊσμός της αστικής δημοκρατίας, η αστική αντίληψη για την τυπική ισότητα και ελευθερία, η απόκρυψη της ταξικής φύσης της εκμετάλλευσης. Το σχολείο, η εκπαίδευση ως σύστημα, δεν ασκούν επίδραση μόνο μέσω του περιεχομένου αλλά και με όλη τη λειτουργία τους, με νέους μηχανισμούς ενσωμάτωσης, που επιδιώκουν την ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευτικών, των μαθητών, των ίδιων των γονιών. Πέρα δηλαδή από την ιδεολογική λειτουργία υπάρχει και η λειτουργία της πειθάρχησης (π.χ. η επί της ουσίας αναγκαστική προσευχή, οι επισκέψεις στην εκκλησία, οι θρησκευτικές εικόνες στην τάξη κ.ά.), η λειτουργία της καταστολής κ.α
2. Η θρησκεία εξακολουθεί ακόμη και στις μέρες μας να επηρεάζει τη σκέψη (την κοσμοαντίληψη, τις ηθικές απόψεις ) και τη συμπεριφορά μεγάλου αριθμού ανθρώπων, να διαμορφώνει ,στην ουσία, ένα συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας. Η εικόνα του κόσμου που παρουσιάζουν οι θρησκευτικές μορφές είναι αντεστραμμένη και παραμορφωτική, χωρίς βέβαια ο θρησκευόμενος να έχει επίγνωση του πράγματος. Σημαντική θέση στη θρησκευτική συνείδηση κατέχει η πίστη, η αποδοχή της φανταστικής και ψευδούς θρησκευτικής πραγματικότητας ως δεδομένης. Γι’ αυτό και η θρησκευτική συνείδηση είναι σύμφυτη με το μυστικισμό και τη δεισιδαιμονία . Όπως αναφέρει ο Κ.Μαρξ στην περίφημη φράση του «Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Ως «όπιο», λοιπόν, ως φανταστική διέξοδος από τα αδιέξοδα της ανθρώπινης ζωής, η θρησκεία συνιστά μορφή μιας αυθόρμητα σχηματιζόμενης ψευδούς συνείδησης. Η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική όταν αρχίζει σε μικρή ηλικία, οπότε δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί η κριτική του ικανότητα, ούτε διαθέτει επαρκείς γνώσεις για τον κόσμο . Η εν λόγω διαπαιδαγώγηση υποβάλλει στο νεαρό άτομο την πίστη σε θρησκευτικές-φανταστικές μορφές και ένα τρόπο σκέψης που αποδέχεται άκριτα, ως δοσμένες, ιδέες ανορθολογικές. Φορέας θρησκευτικής αγωγής μπορεί να είναι τόσο οι εκκλησιαστικές και λοιπές θρησκευτικές θεσμικότητες όσο και το κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα .
3. Η εκπαίδευση, με τη σειρά της, εφόσον μέχρι τώρα αναπτυσσόταν σε συνθήκες κοινωνικής -ταξικής διαστρωμάτωσης και ανταγωνισμού, αντανακλούσε και διέδιδε την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, λειτουργούσε και λειτουργεί ως μέσο ιδεολογικής ηγεμονίας. Ο ιδεολογικός ρόλος της εκπαίδευσης έγκειται, πρωτίστως, στο γεγονός ότι καλλιεργεί ακριβώς μια τέτοια συναινετική στάση απέναντι στο κυρίαρχο κοινωνικό καθεστώς, διαμορφώνοντας μια ψευδή αντίληψη περί σύμπτωσης -ταύτισης συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων. Πρόκειται για μιαν αντίληψη περί του δοσμένου -αναλλοίωτου -αναπόφευκτου χαρακτήρα του κυρίαρχου καθεστώτος. Αυτός ο ιδεολογικός ρόλος της εκπαίδευσης είναι που οδηγεί συχνά στο συμβιβασμό με τη θρησκεία παραχωρώντας στην τελευταία μια θέση ακόμη και σε κοσμικού χαρακτήρα εκπαιδευτικά συστήματα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ελλάδας, χώρα στην οποία ο ιδεολογικός ρόλος της κοσμικής παιδείας περιελάμβανε πάντα τη διδασκαλία των δογμάτων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.
4. Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία της χώρας μας ήταν πάντα ένα ζήτημα πάλης ανάμεσα στην πρόοδο και την αντίδραση. Στη χώρα μας η διδασκαλία αυτή αποσκοπεί αποκλειστικά και ουσιαστικά στην «κατήχηση» και τον προσηλυτισμό της νεολαίας στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Το μάθημα των θρησκευτικών με τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπήκε στα σχολεία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε αντίθεση με τα τότε ιστορικά δημιουργημένα κράτη στην υπόλοιπη καπιταλιστική Ευρώπη στα οποία η άνοδος στην εξουσία της αστικής τάξης συνοδεύτηκε και από μια μεγάλη πάλη ενάντια στον κληρικαλισμό που εξέφραζε τότε ιδεολογικά και πολιτικά τη φεουδαρχία. Η ιστορική πορεία της συγκρότησης του ελληνικού κράτους καθόρισε και την εισαγωγή της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία. Να σημειώσουμε τα όσα χαρακτηριστικά αναφέρει το Σύνταγμα: Άρθρο 3: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», καθώς και το άρθρο 16, 2 «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.». Η διοίκηση, η δικαιοσύνη και ένα μικρό μέρος της θεωρίας ερμήνευαν την διάταξη αυτή, υπό το πρίσμα της «επικρατούσας θρησκείας» του άρθρου 3 , αναγνωρίζοντας ότι συμβατή με το Σύνταγμα είναι μόνο η επιβολή μιας κατηχητικής-μονοφωνικής εκπαίδευσης του ορθόδοξου δόγματος. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από απόφαση διοικητικού δικαστηρίου «…δεν νοείται η θρησκειολογική συνείδηση ώστε ο μαθητής να γίνεται κοινωνός όλων των θρησκευτικών ρευμάτων και μελλοντικά να επιλέξει μια θρησκεία μεταξύ πολλών, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν πέρα από την θέληση του νομοθέτη, αφού ο σκοπός της διάταξης αυτής (του άρθρου 16 παρ.2) είναι η διατήρηση του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος που ασπάζεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών». Επίσης, σύμφωνα με την κοινή νομοθεσία, σκοπός του μαθήματος είναι να καταστήσει τους μαθητές «κοινωνούς των αληθειών της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης». Οι αρχές αυτές αποτυπώνονται στον τρόπο με τον οποίο είναι διαμορφωμένο το μάθημα των θρησκευτικών στα διδακτικά βιβλία, όπου ως βασικό προαπαιτούμενο τίθεται ότι ο Έλληνας πολίτης είναι ταυτόχρονα χριστιανός-ορθόδοξος.
5. Η Ε.Ε έχει καταστήσει σαφές από την Συνθήκη του Άμστερνταμ του 1997 και μέχρι σήμερα με όλα τα επίσημα κείμενά της (βλέπε την ισχύουσα Συνθήκη της Λισσαβόνας) ότι τα ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις Εκκλησίας –Πολιτείας καθώς και στην διδακτέα ύλη της παιδείας δεν είναι ζητήματα δικής της αρμοδιότητος, αλλά του κάθε κράτους –μέλους ξεχωριστά. Επί πλέον η Ε.Ε. δηλώνει ότι σέβεται την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των λαών, οι οποίοι την αποτελούν. Έτσι, λοιπόν, και το μάθημα των Θρησκευτικών δεν ακολουθεί κάποια ενιαία γραμμή, αλλά διαφέρει από χώρα σε χώρα αναλόγως των τοπικών ιστορικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτωνΝ σημειώσουμε ακόμη ότι υπάρχει και η Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο «Θρησκεία και Εκπαίδευση». Η Σύσταση αυτή έχει συμβουλευτικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα, άλλωστε το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ένα όργανο διαφορετικό από την Ευρ. Ένωση και έχει ως μέλη 47 και όχι μόνον 27 χώρες. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και τη χαρτογράφηση του μαθήματος σε 29 χώρες, δεν υπάρχει ενιαία γραμμή γύρω από το θέμα, ακόμα και σε κοινωνίες οι οποίες προσομοιάζουν στην ελληνική, όπως η ιρλανδική ή η ιταλική. Σε 22 από τις 29 ευρωπαϊκές χώρες το μάθημα διδάσκεται με ομολογιακό (κατηχητικό) τρόπο, ενώ μόνον σε 7 προτιμάται ο θρησκειολογικός και συγκεκριμένα στις: Αγγλία, Δανία, Εσθονία, Ουαλλία, Σκωτία, Σλοβενία και Σουηδία.Το ομολογιακό μάθημα απευθύνεται καταρχήν σε μέλη της θρησκευτικής κοινότητας με σκοπό να τους διδάξει την αλήθεια του δόγματος, όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται, ενώ το θρησκειολογικό αποτελεί ουδετερόθρησκη επιστημονική προσέγγιση. Σε 14 από τις 22 εκείνες χώρες που διδάσκουν τα θρησκευτικά με ομολογιακό τρόπο, το δικαίωμα δεν περιορίζεται σε μία θρησκεία, αλλά παρέχεται σε όλες τις επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες, προκειμένου να διασφαλίζεται η ισονομία μεταξύ των πολιτών, ο σεβασμός των ατομικών τους ελευθεριών και η ουδετεροθρησκεία του κράτους.
6. Ξεχωριστή σημασία έχει η παρέμβαση που είχε κάνει προπολεμικά ο Δ. Γλήνος μέσα από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο για το ζήτημα αυτό, χρήσιμη και στο σήμερα: «Από τη στιγμή όμως που δημιουργήθηκε μέσα στον Όμιλο το ζήτημα των θρησκευτικών σα ζήτημα αρχής, τότε δε χωρούσε σε ένα σωματείο πραγματικών προοδευτικών ανθρώπων άλλη λύση παρά εκείνη που δόθηκε. Η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης, κάτι τόσο εσωτερικό και ατομικό, που καμιά γενική αναγκαστική λύση δεν είναι ανεχτή. Γι” αυτό ο Όμιλος δε μπορεί παρά να διακηρύξει, ότι η υποχρεωτική διδασκαλία ορισμένου θρησκευτικού δόγματος δεν είναι αναπόσπαστη από την έννοια της δημόσιας αγωγής. Η αντίληψη αυτή διατυπώθηκε από τους προοδευτικούς στην ακόλουθη αρχή: Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος επιδιώκοντας ως τώρα την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ποτέ δε δημιούργησε ζήτημα διδασκαλίας θρησκευτικών. Επειδή όμως αντικρίζει επίμονα για εμπόδιο στο έργο του αδιάκοπες κατηγορίες για αθεΐα, αντιθρησκευτικότητα κλπ. νομίζει χρέος του να διακηρύξει, ότι το θρησκευτικό ζήτημα το θεωρεί κατ” εξοχήν ζήτημα ελευθερίας της συνείδησης και επομένως δεν θεωρεί αναπόσπαστη από την έννοια της δημόσιας αγωγής τη διδασκαλία θρησκευτικών μαθημάτων στα Σχολεία» (Δ. Γληνού: Η διακήρυξη της διοικούσας επιτροπής του «Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1927» Εκλεκτές σελίδες, τόμος τρίτος).
7. Το όλο ζήτημα έχει άμεση σχέση με αυτό του ολοκληρωτικού διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας: Χρόνια τώρα το προοδευτικό κίνημα παλεύει γι’αυτό και που στον τομέα της εκπαίδευσης περιλαμβάνει τα παρακάτω αιτήματα: Να υπάρξει πλήρης αναθεώρηση του μαθήματος των θρησκευτικών, από μάθημα κατηχητικού χαρακτήρα σε μάθημα με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω – αξιοποιώντας σχετικές προτάσεις-, που θα διδάσκεται με επιστημονικές μεθόδους και κριτήρια, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Με στόχο την εισαγωγή των μαθητών στην προβληματική των θρησκειών, με πνεύμα ισοτιμίας ως στοιχεία της ανθρώπινης ιστορίας, της εξέλιξης των κοινωνιών, της φιλοσοφικής θεώρησης και του ανθρώπινου πολιτισμού. Στα πλαίσια της δημοκρατικής αναθεώρησης των σχολικών εγχειριδίων και των Αναλυτικών Προγραμμάτων όλη η εκπαίδευση πρέπει να απαλλαγεί από κάθε τι ανορθολογικό, μεταφυσικό, ρατσιστικό. Κατάργηση των κάθε λογής συμβόλων (εικόνες –σταυροί) θρησκευτικού χαρακτήρα μέσα στο σχολείο. Κατάργηση των παρεμβάσεων της εκκλησίας στον σχολικό μηχανισμό. Εκκλησιασμοί, προσευχές, αγιασμοί, κατηχητικά και εξομολογήσεις στις σχολικές αίθουσες, όρκοι, δεν πρέπει να έχουν θέση σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο που από την άλλη θα σέβεται πλήρως τις θρησκευτικές πεποιθήσεις εκπαιδευτικών και μαθητών.
8. Εφόσον, όμως, κάθε προοδευτικό κοινωνικό εγχείρημα απαιτεί τη συνειδητοποίηση των ανθρώπων και την ανάλογη οργανωμένη δράση τους, ο αγώνας για κοινωνική πρόοδο αρχίζει και συνοδεύεται πάντα από τον αγώνα για πνευματική χειραφέτηση, από την προσπάθεια προοδευτικής αλλαγής των ανθρώπινων συνειδήσεων. Η εκπαίδευση ως προνομιακός χώρος διαμόρφωσης της ανθρώπινης συνείδησης αποτελεί ένα αναπόδραστο πεδίο ιδεολογικής και πολιτικής παρέμβασης προκειμένου να κερδηθούν οι ανθρώπινες συνειδήσεις με το μέρος της κοινωνικής προόδου. Για το λόγο αυτό ο αγώνας για μια μη θρησκευτική παιδεία καθώς και η υπογράμμιση της αντίθεσης παιδείας -θρησκείας συνδέεται στενά με τον αγώνα για πνευματική και κοινωνική χειραφέτηση .
ΠΗΓΕΣ:
- ΚΚΕ: Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο Σύγχρονης Γενικής Παιδείας,
- Παυλίδης Π., «Θρησκεία και εκπαίδευση»/Θέματα Παιδείας, αρ. τεύχους 4, 2001, σελ.36-42
- Σχετική αρθρογραφία σε εφημερίδες και διαδίκτυο