φωτο: Σαρμανίτσα Ανδρέα Ζαχαρόπουλου
Ένα απ’ τα ….πανηγύρια της μνήμης μου
*Από το φίλο συμπατριώτη Ευθύμιο Ξ. Φλώρο
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Βλέποντας σήμερα κάποιος την πληθώρα των σχετικών με τα μωρά επίπλων, αν είναι της δικής μου ηλικίας, σίγουρα το μυαλό του θα ταξιδέψει 60 χρόνια νωρίτερα στα «έπιπλα» που στιγμάτισαν τη δική του γέννηση μέχρι να αρχίσει να μπουσουλάει.
Η αναδρομή γίνεται ακόμα εναργέστερη εάν είχες μικρότερα αδέρφια. Τότε είναι καθαρές οι εικόνες από την ώρα της γέννησής τους έως ότου περπατήσουν και σκαρίσουν στα σοκάκια και τις ατραπούς, στα χωράφια και τις λάκκες.
Δεν αργούσαμε τότε να πατήσουμε γερά στα πόδια μας, γιατί έπρεπε να συμμετέχουμε γρήγορα στις δουλειές του σπιτικού μας. Κι αυτό δεν το λέω με καθόλου παράπονο! Νοιώθω πολύ τυχερός που γεννήθηκα στο χωριό και άρχισα τη ζωή μου από τη σαρμανίτσα!
Κι είμασταν τότε όλοι μαζί. Τρείς γενιές κι όχι μιάμιση που είναι σήμερα! Οι παππούδες πάντα παρόντες τότε, έως ότου φύγουν για πάντα στο χώμα που γεννήθηκαν. Καμιά φορά τότε ήταν στο ίδιο σπίτι και τέσσερις γενιές, αν ένας γέροντας είχε ακόμα καλύτερα γονίδια και πέρναγε τα 100 χρόνια, ζώντας μαζί με τα δισέγγονά του, τα εγγόνια του και τα παιδιά του!
Έτσι, είτε επειδή πίναμε πολύ γάλα, κι απ’ τη μάνα μας αλλά κι απ’ τα ζωντανά μας, είτε επειδή πολύ γρήγορα οι γονείς μας, έχοντας πολλά στο μυαλό τους, έπρεπε να μας αφήσουν λεύτερους να αυτονομηθούμε αλλά και να βοηθήσουμε, ίσως για όλα αυτά μαζί πολύ γρήγορα μάθαμε να τρέχουμε σαν αστραπή ανάμεσα στις πέτρες και τις αγκαθιές. Έπρεπε, βλέπεις, να φυλάξουμε τις γίδες και τις γελάδες της οικογένειας, βοηθώντας τη γιαγιά που πάντα ήταν μαζί με τα εγγόνια και δε μπορούσε να τρέξει, εκείνη όμως πλήρης εμπειρίας κι εμείς στην αρχή του μαθήματος της ζωής!
Δεν αργούσαμε τότε να πιάσουμε δουλειά, όποια δουλειά μπορούσαν τα παιδικά χεράκια κι όποια άντεχαν τα ισχνά και κοκκαλιάρικα αλλά δυνατά μας πόδια, πριν ακόμα πάμε στο δημοτικό σχολείο.
Έπρεπε εγώ να πάω στα έξι μου χρόνια τη φοράδα μας φορτωμένη με 12 δεμάτια τριφύλλι από το χωράφι στο σπίτι, να την ξεφορτώσω και μετά περιχαρής να μπω καβάλα και να ξαναπάω στο χωράφι για μια ακόμα στράτα. Αξέχαστες θα μου μείνουν αυτές οι μεταφορές που σαν κύριο στόχο είχαν για μένα την επιστροφή καβάλα στο άλογό μας μόνος μου εγώ κι εκείνο σε αγαστή συνεργασία, αφού είναι γνωστό ότι τα μικρά παιδιά αγαπούν κι αγαπιούνται από όλα τα ζώα!
Ζαλίγκα φορτωμένη το παιδί της η Μάνα η Ελληνίδα
που κράτησε και κρατάει ίσως ακόμα όρθια αυτή τη χώρα,
σε μια φωτογραφία του αείμνηστου Τάκη Τλούπα
Η σαρμανίτσα ωστόσο ήταν η αρχή, το Άλφα της ζωής μας. Ήταν αυτή το μοναδικό έπιπλο που αφορούσε το νεογέννητο παιδάκι. Κι όπως πάντα ο γονιός αγαπάει πολύ τη συνέχειά του και θέλει όσο μπορεί να βολέψει άνετα και σίγουρα τα μικρά του. Το καλύτερο ξύλο θα βρει, θα το μπλανίσει να γίνει λείο να μην έχει αγκίδες και καρφώσουν το μαλακό κορμάκι του μωρού του. Θα κάνει τα πόδια της σαρμανίτσας του κυρτά ώστε να μπορεί κάποιος εύκολα να την κουνάει πέρα-δώθε για να κοιμίσει γλυκά το βλαστάρι του. Θα βάλει πάνω του βέργα ξύλινη πάλι να μην πέσει η μικρή κουβέρτα πάνω στο παιδί και το σκάσει. Και η κούνια είναι έτοιμη και μυρίζει ρετσίνι απ’ το ελατίσιο ξύλο και ακόμα καλύτερα μυρίζει και κέδρο αν έχει την τύχη και βρει χοντρό κέδρο. Τέλος θα φτιάξει και τις γωνίες να τελειώνουν γλυκά και κυκλικά όσο μπορεί με το ξυλοφάϊ του, ώστε να είναι έτοιμο το μοναδικό ίσως δώρο στα παιδιά του. Γιατί συνήθως ο κάθε γονιός έφτιαχνε μία σαρμανίτσα και από εκείνη πέρναγαν όλα τα παιδιά του. Πρόβλημα θα είχε μόνο αν έκανε δίδυμα οπότε εύκολα θα έβρισκε μία ακόμα σε διπλανό σπίτι.
Είναι γνωστό ότι ο Ντελακρουά προσωποποίησε και ζωγράφισε εξαιρετικά ως γυναίκα γυμνόστηθη την ελευθερία! Δεν ξέρω κάποιον όμως να έχει κάνει το ίδιο για μια άλλη μεγάλη «γυναίκα» την αλληλεγγύη! Τότε ζούσε έντονα και ήταν καθημερινή εικόνα η αλληλεγγύη, δεν είχε πεθάνει ακόμα, όπως συμβαίνει σήμερα ειδικά στις μεγαλουπόλεις που ο γείτονας ούτε καν γνωρίζει το γείτονά του! Αλλά και στα χωριά μας έπαψε σήμερα η αλληλοβοήθεια και η ομαδική δουλειά που είχε ως αποτέλεσμα, χωρίς τη ...συμμετοχή της πολεοδομίας, χωρίς πτυχιούχους μηχανικούς, να χτίζουν οι άνθρωποι τα εξαιρετικά τους σπίτια σε 2-3 μήνες!! Χωρίς δάνεια από την τράπεζα, χωρίς κανένα ιδιαίτερο κομπόδεμα στην άκρη, αλλά με τη βοήθεια των συγγενών και φίλων, όπως επίσης και της μάνας φύσης που έδινε πέτρες και ξύλα και χώμα για λάσπη και μεράκι στην καρδιά τους κατόρθωναν σε ελάχιστο χρόνο να φτιάξουν τις πανέμορφες φωλιές τους.
Ναι η σαρμανίτσα τότε ήταν αρκετή να βγάλουμε ρίζα και φτερά όλα τα παιδάκια μέχρι να περπατήσουμε. Εκείνη φορτωνότανε η μάνα μου και μαζί της εμένα που δεν θυμάμαι αλλά μετά 6 χρόνια την αδερφή μου, που θυμάμαι πολύ καλά, και πηγαίναμε στα χωράφια στο Κρίκελλο της Ευρυτανίας.
Λείποντας ο πατέρας μου στις δουλειές η απίθανη, η πραγματικά γενναία Ευρυτάνισσα Μάνα έκανε τα πάντα. Μαζί μας με τη φορτωμένη τη σαρμανίτσα μάνα μου, είχαμε τη φοράδα μας τη Ντοριά, τη γίδα μας την Τσίκα και την σημαντική τροφό της οικογένειας τη γελάδα μας τη Μόρφω. Κι όλα αυτά τα ζωντανά έρχονταν κοντά της ή δίπλα της χωρίς να τα έχουμε δεμένα με τριχιές!! Όλα την αγαπούσαν γιατί ήξεραν ότι κι εκείνη τ’ αγαπούσε. Κάποτε κίνησε μαζί μας και το γουρούνι μας που όμως έπρεπε να μείνει στο δικό του κουμάσι.
Στο χωράφι η σαρμανίτσα έμπαινε κάτω από δέντρο με καλό ίσκιο, αλλά πολλές φορές η μάνα φοβούμενη τα φίδια που αγαπούν πολύ, ως γνωστόν, το γάλα και εύκολα θα έβρισκαν το μωρό της, έφτιαχνε πολύ γρήγορα με μια κανναβιά ή με τη δική της πλεχτή μάλλινη τριχιά, μεταξύ δύο κορμών δέντρων που απείχαν 3-4 μέτρα, μια αυτοσχέδια πρόχειρη κούνια, μια αιώρα, στην οποία εγώ μπορούσα να κουνάω το μωρό να κοιμηθεί, ενώ εκείνη έσκαβε, σκάλιζε, πότιζε ή έκοβε με την κοσιά τριφύλλι.
Μαζί μας πάντα έφερνε η μάνα μου μια γυάλινη μπουκάλα μισή οκά γάλα, από τη γίδα μας συνήθως αλλά και από τη γελάδα μας, βρασμένο και έτοιμο να το πιώ εγώ ως μεγαλύτερος έως νάρθει η ώρα του φτωχικού μας φαγητού. Του φαγητού που είχε η ίδια φτιάξει την προηγούμενη μέρα που συνήθως θα ήταν μια πίτα ή πατάτες τηγανιτές ή σκέτο ψωμοτύρι. Φαγητά καθαρά και δικής μας παραγωγής. Εκτός από το αλάτι και το λάδι που αγοράζαμε τα υπόλοιπα ήταν όλα του σπιτιού μας. Φασόλια, καλαμπόκια, πατάτες και φυσικά μπόλικο ψωμί, που πάλι ζύμωναν όλες οι γυναίκες του χωριού στο σπίτι τους, ήταν οι βασικές μας τροφές μαζί βέβαια με το γάλα και το τυρί από τα ζωντανά μας.
Η σαρμανίτσα όμως ήταν βαριά και όταν το παιδάκι μεγάλωνε λίγο, η μεταφορά στο χωράφι γινότανε ζαλίγκα, δηλαδή φορτωμένο στην πλάτη της μάνας και δεμένο σε δύο σημεία, κάτω στα πόδια και περίπου στη μέση του. Αυτή η λύση ήταν εφικτή όταν το μωρό μπορούσε πλέον να στεριώσει καλά το λαιμό του ώστε να κρατήσει όρθιο το κεφάλι του.
Η μεταφορά του παιδιού στο χωράφι, χωρίς σαρμανίτσα είχε ως αποτέλεσμα και τη διαφορετική επιλογή «κρεβατιού» για τον ύπνο του. Η λύση τότε ήταν ή η κατασκευή, όπως είπαμε παραπάνω, της αιώρας ανάμεσα από δύο δέντρα ή μέσα στο ανάποδα γυρισμένο σαμάρι της φοράδας μας! Και εκεί ήθελε μεγάλη προσοχή να μην βρέξει το σαμάρι το μωρό γιατί θα κάνει ζημιά στο σώμα του αλόγου στη συνέχεια!
Το σαμάρι ανάποδα ήταν ιδανικό για κρεβάτι μωρού τότε που όλοι ήταν μέσα στη φύση.
Κι αυτή η φωτο είναι του αείμνηστου φωτογράφου Τάκη Τλούπα
που "έβλεπε πράγματα που δεν τα έβλεπαν οι άλλοι" και κράτησε ζωντανές τέτοιες εικόνες
Κι έτρεχε η Μάνα 2-3 φορές ώσπου να γυρίσουμε σπίτι, όταν το μωρό έκλαιγε και το βύζαινε με το μοναδικό γάλα της μάνας που πύτιαζε το παιδί όπως και το αρνί απ’ τη δική του μάνα! Και βύζαινε το παιδί της όσο είχε γάλα. Δεν σκέπτονταν τότε οι μανάδες την τάχα «ζημιά» στο στήθος τους από το τάϊσμα του παιδιού τους. Φυσικά υπήρχαν και οι περιπτώσεις που το γάλα μιας μάνας δεν έφτανε να χορτάσει το παιδί της και ειδικά όταν είχε δίδυμα. Και τότε η αλληλεγγύη ήταν παρούσα και η δική μου μάνα πήγαινε στη διπλανή και βύζαινε και το δικό της παιδί. Κι είμαστε σήμερα εν ζωή κι εγώ και ο Δημήτρης που συμπλήρωνε το γάλα της μάνας του με εκείνο της δικής μου μάνας και μεγάλωσε κι αυτός μια χαρά.
Κανένας δε μπορεί να θυμάται πώς ένοιωθε μέσα στη δική του σαρμανίτσα, όμως βλέποντάς την γίνεται πάλι παιδάκι και θυμάται την πάλη της μάνας του αλλά και του πατέρα του στη μικρή, φτωχική αλλά πολύ ευτυχέστερη κοινωνία του χωριού μας.
Γι αυτό ίσως και όλοι σαν μεγαλώσουμε λιγάκι αποζητάμε την επιστροφή εκεί στη ρίζα που μας γέννησε, στο σπίτι που είναι χτισμένο με τίμιο ιδρώτα, πέτρα, χώμα και μαδέρια ελάτινα, εκεί που ο κέδρος στα ταλάρια μας μοσχομυρίζει ακόμα, εκεί που οι βρύσες του βουνού μας ξεδιψάνε με νεράκι καθάριο, εκεί που λίγοι μείνανε να φυλάνε Θερμοπύλες.
Εκεί που η ανεμελιά, ταυτόσημη με την ζωή την πραγματική, σε οδηγεί να χορέψεις στα τρία όπως λένε το ρυθμό, όποια στιγμή κι αν είναι αυτή, το γνωστό δημοτικό τραγούδι που ξαναφέρνει στη ζωή του μεγάλου την αρχή της ζωής του….
«Θέλεις στην κούνια Χάϊδω μ’ βάλε με, θέλεις στη σαρμανίτσα,
και με τα πόδια Χάϊδω μ’ κούνα με και με τα χέρια γνέσε
Και με το στόμα το γλυκό πές μας καλό τραγούδι»
Ευθύμιος Ξ. Φλώρος
Κρίκελλο Ευρυτανίας
(για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" )
πηγή Ευρυτάνας Ιχνηλάτης