Θελέστα και Παθέστα…
Εγώ και η φιλενάδα μου, εκτός από γειτόνισσες ήμασταν και συναδέλφισσες στο ίδιο εργοστάσιο. Μαζί κινούσαμε για δουλειά, μαζί επιστρέφαμε. Παρέα πηγαίναμε βόλτα, παρέα κλεινόμασταν και λέγαμε τα δικά μας στο σπίτι τής μιας ή της άλλης. Κυριολεκτικά, «αυτοκόλλητες». Αυτό δε σημαίνει πως δεν υπήρχαν διαφορές ανάμεσά μας. Ποια η σημαντικότερη; Εκείνη ήταν δυναμικότατη κι εγώ εξαιρετικά χαμηλών τόνων. Το αποτέλεσμα; Πέρναγε πάντα το δικό της. Πιο σωστά, υποχωρούσα πάντα εγώ. Όχι για να μη χαλάσει η φιλία μας, αλλά επειδή μ’ έπειθε με το δυναμισμό και τους πανέξυπνους χειρισμούς της.
Εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το επιτύχει. Είχε ένα ταπεραμέντο που σάρωνε και την τελευταία ικμάδα αυτοπεποίθησής μου. Ακόμη κι αν πίστευα ακράδαντα κάτι, ούτε να το εκφράσω δεν κατάφερνα μπρος στη δική της άρνηση. Στο φινάλε το απαρνιόμουν κι εγώ... Τόσο ψηλά την είχα τοποθετήσει στη συνείδησή μου. Ένας ακόμη λόγος που τη θαύμαζα, ήταν ο αέρας της μέσα στο εργοστάσιο. Συνάδελφος(!), δεν της ξέφευγε! Φοβερό και τρομερό το επικοινωνιακό της ταλέντο! Κι ο μεγαλύτερος πολιτικάντης, κουνούπι έμοιαζε μπροστά της. Γι’ αυτό άλλωστε την εμπιστευόντουσαν άπαντες και της λέγαν ως και τα παράπονά τους. Κι εκείνη, καθάριζε στο άψε-σβήσε με τους προϊστάμενους, που κι αυτοί την υπολόγιζαν σαν όμοιά τους. Μόνο μια εργάτρια δεν την εμπιστευόταν, με όλη τη σημασία τής λέξης. Η κυρα-Κλάρα. Απ’ την πρώτη μέρα που πιάσαμε δουλειά εκεί, την πήρε με κακό μάτι και δεν τό ’κρυβε. «Μαυρογιαλούρο» την ανέβαζε, «χαλασμένη» την κατέβαζε.
Ευτυχώς, στο τρίμηνο πάνω η κυρα-Κλάρα απολύθηκε και ησυχάσαμε απ’ την γκρίνια της. Στην ουσία όμως στενοχωρηθήκαμε όλοι οι συνάδελφοι. Πού θα ξανάβρισκε μεροκάματο πενηνταπέντε χρονών γυναίκα; Κι εκείνη που στενοχωρήθηκε περισσότερο, ήταν η κολλητή μου φιλενάδα. Κορόμηλο(!) το δάκρυ, μόλις το έμαθε. Ένα πακέτο χαρτομάντιλα κατανάλωσε!
Κι όμως, αυτή, η καλή κατά τ’ άλλα αδελφική μου φίλη, με πήρε πολλές φορές στο λαιμό της. Κυρίως(!) με την ανυπομονησία της…
Για παράδειγμα, περιμένουμε το λεωφορείο που όντως έχει καθυστερήσει. Με πείθει να πάρουμε ταξί, διότι κατά την …απαζάρευτη άποψή της, θ’ αργήσει πάρα πολύ. «Τη Δευτέρα παρουσία θά ’ρθει…», μουρμουράει αγανακτισμένη και με τραβά στην πιάτσα, εκεί παραδίπλα. Ώσπου να μπούμε στο ταξί και να ξεκινήσει ο οδηγός, φτάνει το λεωφορείο. Φορτώνει τους επιβάτες και φεύγει… Δέκα ευρώ πληρώσαμε. Πέντε η καθεμιά. Κι εγώ τά ’κλαιγα, για δε μου περίσσευαν. Εκείνη, όχι.
Άλλο παράδειγμα: Σε πέντε μέρες ήταν τα γενέθλια ενός φίλου. Αποφασίσαμε να του δωρίσουμε κάτι συγκεκριμένο για το γραφείο του. Το είχαμε σταμπάρει στη βιτρίνα τού γειτονικού μικρομάγαζου. Κόστιζε μόνο δώδεκα ευρώ. Δυστυχώς, όταν πήγαμε να το πάρουμε είχε ήδη πουληθεί. «Υπάρχουν άλλα τρία στο πατάρι. Δεν ξέρω πού ακριβώς. Η γυναίκα μου ασχολείται με την αποθήκη. Στο φαρμακείο πήγε. Δε θ’ αργήσει», μας προσφέρει ευγενικά δυο καρέκλες ο μαγαζάτορας. «Ούτε τη Δευτέρα παρουσία δε θά ’ρθει αυτή», μουρμουράει σε τρία λεπτά η φίλη μου και με τραβά να πάμε στο πολυκατάστημα, στο κέντρο τής πόλης.
Το αγοράσαμε στη διπλάσια τιμή! Βάλαμε δώδεκα ευρώ η καθεμιά. Κι εγώ τά ’κλαιγα για δε μου περισσεύανε. Εκείνη, όχι. Ήταν υπεράνω χρημάτων!
Εκεί που δίναμε ρέστα δε, ήταν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. «Είναι βλακεία βρε πουλάκι μου να ψηφίζουμε μπλε, πράσινα, ροζ και μαύρα κόμματα, όπως ο εργοστασιάρχης και τα καλοπληρωμένα τσιράκια του. Άλλη η οικονομική τάξη η δική τους και άλλη η δική μας», επέμενα εγώ, αφού ήμασταν εργάτριες. «Βλακείες λες. Όλοι μπορούμε να ζούμε και(!) καλά και(!) αδελφωμένα. Λεφτά υπάρχουν!», μ’ αποστόμωνε βομβαρδίζοντάς με, μ’ επιχειρήματα, …απαζάρευτα κατά την άποψή της. α) Άλλαξαν πρόσωπα στα ψηφοδέλτια. Βάλανε νέους, ωραίους και αμόλυντους ανθρώπους. β) Αν δεν ψηφίσουμε αυτούς, θα βγουν οι άλλοι που είναι χειρότεροι. γ) Αυτοί θα χρηματοδοτήσουν το εργοστάσιο που δουλεύουμε και δε θα μείνουμε άνεργες. δ) Αυτό που χρειαζόμαστε είναι άμεσες λύσεις. Θα γίνει παράκληση στους μεγαλοκεφαλαιούχους να δανείσουν τη χώρα λεφτά. Πατριώτες είναι και θα το κάνουν! ε) Το κόμμα που υποστηρίζεις εσύ τα παραπέμπει όλα στη Δευτέρα παρουσία. Και η Δευτέρα παρουσία δε θα έρθει ποτέ! Κλπ., κλπ., κλπ…
Ούτε να σκεφτώ δεν προλάβαινα! Κανένα περιθώριο δε μου άφηνε. Κι εγώ, άφηνα τα θέλω μου, τις σκέψεις και τις ιδέες μου, στο περιθώριο… Α, και μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, έμπαινα στο κλαμπ των κοψοχέρηδων. «Να μου κοπεί το χέρι αν τους ξαναψηφίσω!», ορκιζόμουν κάθε φορά. Μα σε κάθε επόμενη φορά, εκείνη μ’ έπειθε να ξαναπατώ τον όρκο μου. Τόσο(!) άβουλη αποδεικνυόμουν μπρος στη δική της βούληση.
Κάπως έτσι, άλλοτε για απλά πράματα κι άλλοτε για πιο σύνθετα, αυτοπαγιδευόμασταν μονίμως. Τα περισσότερα στραπάτσα μας δε, ήταν οικονομικής φύσης. Το περίεργο όμως ήταν, πως ενώ εγώ έκλαιγα για τα χαμένα λεφτουδάκια μου, εκείνη έδειχνε να μη νοιάζεται. Ήταν υπεράνω χρημάτων!
Τέλος πάντων, η μια γκάφα μας, διαδεχόταν την άλλη σα νά ’ταν γραφτό μας. Πολλά, πάρα πολλά τα παραδείγματα, που απ’ τις εξυπνάδες της και την ανυπομονησία της παθαίναμε νίλες. Μόνο που εγώ δεν ήμουν ούτε εξυπνάκιας ούτε ανυπόμονη. Μήτε κι ήθελα κάθε φορά να μπαίνω στο κλαμπ των κοψοχέρηδων μετά τις εκλογές. Απλά, με παρέσυρε η φίλη μου γιατί ήμουν αδύναμη. Πιο σωστά, δεν ήξερα τη δύναμή μου. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολλά στραπάτσα για να την ανακαλύψω.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι νίλες που παθαίναμε γινόντουσαν γνωστές. «Α, θελέστα και παθέστα κορίτσια», βάζαν τα γέλια συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και γείτονες, κάθε που μάθαιναν τα παθήματά μας. Στο τέλος ξεχάστηκαν και τα ονόματά μας. Η φίλη μου ονομαζόταν πια δεσποινίς Θελέστα κι εγώ δεσποινίς Παθέστα.
Η μόνη που δε γέλαγε, ήταν η γιαγιά Σοφία. Η γλυκιά μου γιαγιούλα. Στα χέρια της μεγάλωσα από οκτώ χρονών που σκοτώθηκαν οι γονείς μου. «Πρόσεχε κόρη μου. Αυτή η κοπέλα είναι κουτοπόνηρη κι επικίνδυνη. Να γιατί απ’ όταν έπιασες παρέα με δαύτη, έπαψες νά ’σαι ο εαυτός σου. Σ’ έχει καθυποτάξει παιδί μου, κι εσύ θαρρείς πως είσαι λεύτερη. Ως και τι θα ψηφίσεις, αυτή τ’ αποφασίζει», μού ’λεγε και μου ξανάλεγε. Εγώ όμως δεν την άκουγα. Άκουγα τη φίλη μου που μ’ έπειθε πως η γιαγιά Σοφία είναι τρελή. Ότι έχει εμμονές και βλέπει παντού συνωμοσίες και εχθρούς. Ότι είναι μια κλασσική κομμουνίστρια, που περιμένει με σταυρωμένα χέρια τη Δευτέρα παρουσία…
Το μεγαλύτερό μου πάθημα εντέλει, αυτό που καθόρισε κι όλα τ’ άλλα, ήταν η εμπιστοσύνη που είχα σ’ αυτήν την κολλητή μου φίλη-φίδι. Ήταν το ψηλό βάθρο στη συνείδησή μου, που την είχα τοποθετήσει. Την είχα θεοποιήσει κατά μία έννοια. Ίσως επειδή όντως ένοιωθα αδύναμη κι ήθελα κάποιον δυνατό πλάι μου, σαν υποκατάστατο της δικής μου λειψής δύναμης. Δεν ξέρω πώς την πάτησα μαζί της. Ξέρω μόνο ότι πιάστηκα μεγάλο κορόιδο. Κάτι που χρειάστηκαν χρόνια για να καταλάβω, αλλά κι ένα τυχαίο γεγονός που μ’ έκανε να βροντοφωνάξω στον εαυτό μου, «θελέστα και παθέστα κυρά μου!»
Ήταν λίγο πριν τις τελευταίες εκλογές, που επειδή διαφώνησα με τη μείωση του μισθού μου, απολύθηκα. Το τι έκανε η φίλη μου να με πείσει να δεχτώ αυτήν τη μείωση, δε λέγεται! Για το καλό μου το έκανε, όπως έλεγε, μα εγώ είχα πεισμώσει.
Με την απόλυση στο χέρι, φτάνοντας σπίτι μου, βρίσκω ένα φάκελο. Ήταν το εκκαθαριστικό τής φορολογικής της δήλωσης. Κατά λάθος ο ταχυδρόμος το είχε ρίξει κάτω απ’ τη δική μου πόρτα. Ένα λάθος που αποδείχτηκε μοιραίο για την αφύπνισή μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μπήκα στον πειρασμό να το ανοίξω. Και το άνοιξα…
…Ενώ δουλεύαμε τα ίδια χρόνια στο ίδιο εργοστάσιο, στο ίδιο πόστο και τις ίδιες ώρες, το δικό μου μηνιάτικο ήταν οκτακόσια ευρώ μικτά και το δικό της δύο χιλιάδες οκτακόσια…
Μεγάλη «πόρνη»...!!!
Να(!) γιατί με παρότρυνε να δεχτώ μείωση μισθού. Να(!) γιατί μ’ έπειθε να ψηφίζω τόσα χρόνια μπλε, πράσινα, ροζ και μαύρα κόμματα. Για να οικονομάει ο εργοστασιάρχης και τα τσιράκια του. Κι αυτή ήταν το μεγάλο κρυφό αρχιτσιράκι του. Μια κουτοπόνηρη μαυροκακομοίρα! Μια γκαφατζού που μ’ έβαζε να πληρώνω ρεφενέ τις γκάφες της. Όντως οι φελλοί επιπλέουν…
Μωρέ εγώ(!) ήμουνα εντέλει η δύναμή της. Εγώ και οι άλλοι συνάδελφοι που κρεμόμασταν απ’ τα χείλη της. Που την πιστεύαμε σα θεό. Τώρα όμως της αφαιρώ αυτήν τη δύναμη! Την ξεμπροστιάζω σ’ όλες τις εργάτριες και τους εργάτες!
Αχ γιαγιά μου μπολσεβίκα Σοφία, να ζούσες ακόμη! Να σού ’δινα τα δίκια σου με δυο γλυκά φιλιά! Ξύπνησα επιτέλους! Τέρμα πια το «θελέστα και παθέστα»! Κυρίως δε, τέλειωσε για μένα το κλαμπ των κοψοχέρηδων! Καιρός να κοιτάξω πια το δικό μου συμφέρον! Το συμφέρον τής εργατικής τάξης και των συμμάχων της! Τίποτα λιγότερο από ΑΥΤΟ!!!
Καλή Γκέλμπεση (απ’ το βιβλίο μου …Αγία πεθερά)
REVOLT
REVOLT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου