Ολες τις προηγούμενες μέρες, το κλίμα που καλλιεργούσε μερίδα φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ ήταν περίπου κάτι σαν «η συνάντηση Τσίπρα - Πούτιν στη Ρωσία θα φέρει την άνοιξη στην Ελλάδα». Με θολές και «περήφανες» αναφορές, στελέχη της κυβέρνησης δημιουργούσαν προσδοκίες ότι κάτι καλύτερο έρχεται για το λαό από αυτό το ταξίδι. Περίπου τα ίδια είχαμε ζήσει και με τις επαφές της κυβέρνησης με τους Κινέζους πριν από μερικές βδομάδες. Και βέβαια, πόσες φορές στο παρελθόν δεν έχουμε ξαναδεί το ίδιο έργο, από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και τις διμερείς τους επαφές και σχέσεις με κυβερνήσεις άλλων καπιταλιστικών κρατών!
Στην πραγματικότητα, πάντοτε, τέτοιες επαφές έχουν πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο. Κυβερνήσεις καπιταλιστικών κρατών συζητούν, παζαρεύουν, συμφωνούν ή διαφωνούν για ζητήματα που αφορούν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων μονοπωλιακών ομίλων των χωρών τους. Εξετάζουν και συζητούν για επενδύσεις στρατηγικής σημασίας που αποφέρουν τεράστια κέρδη στους ομίλους, χωρίς βέβαια να υπάρχει όφελος για τους λαούς.
Εγινε σαφές, από όλες τις πλευρές, ότι η προσπάθεια ενίσχυσης των σχέσεων με τη Ρωσία δε σημαίνει αλλαγή του ευρωατλαντικού προσανατολισμού της χώρας. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, με δεδομένο ότι αποτελεί στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου η συμμετοχή στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Η ελληνική κυβέρνηση, λοιπόν, συζήτησε και διαπραγματεύτηκε με τη ρωσική ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, με δεδομένες δεσμεύσεις της, όπως, π.χ., τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας. Κυρώσεις που, ως μέλος της ΕΕ, υπέγραψε και η ίδια. Χαρακτηριστικά, στο ζήτημα της άρσης των ρωσικών αντιποίνων απέναντι στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, ο Ρώσος Πρόεδρος δήλωσε, ουσιαστικά, ότι εξαίρεση δεν μπορεί να γίνει, με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και τα αντίποινα αφορούν κάθε κράτος - μέλος της. Αυτή είναι, βεβαίως, μια αντίφαση που απασχολεί το ελληνικό κεφάλαιο και την ελληνική κυβέρνηση, με δεδομένο ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια υπήρξαν στενές σχέσεις ρωσικών και ελληνικών κεφαλαίων σε μια σειρά τομείς (τουρισμός, εξαγωγές κ.λπ.). Γι' αυτό το λόγο, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να παίξει το χαρτί του «γεφυροποιού» ανάμεσα στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο και τη Ρωσία. Σε ποιο βαθμό, βεβαίως, έχει αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο με τις ευλογίες του «τίμιου διαμεσολαβητή» των ΗΠΑ ή άλλων, είναι ένα ζήτημα που θα φανεί στο μέλλον πιο καθαρά.
Το μενού, λοιπόν, των συζητήσεων με τη Ρωσία περιελάμβανε σχέδια ιδιωτικοποιήσεων με συμμετοχή ρωσικών κεφαλαίων, συμπράξεις ελληνικών και ρωσικών μονοπωλιακών ομίλων στον τουρισμό, στην αγροτική παραγωγή κ.α. Μεγάλο ερώτημα είναι το ενεργειακό ζήτημα, δηλαδή η πρόθεση της κυβέρνησης να δημιουργήσει «ελληνικό» αγωγό μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου που θα είναι συνέχεια του λεγόμενου «Turkish Stream». Ενα ζήτημα που συνδέεται, βεβαίως, με το σφοδρό ανταγωνισμό σε σχέση με τους δρόμους μεταφοράς αερίου και πετρελαίου, που άλλωστε εκδηλώνεται και με την ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση στην Ουκρανία αλλά και τη Μ. Ανατολή. Την ίδια, μάλιστα, ώρα που ο Καμμένος από τις ΗΠΑ καλούσε μονοπώλια των ΗΠΑ να αναλάβουν την εκμετάλλευση των υδρογανανθράκων του Αιγαίου.
Αυτά η κυβέρνηση τα ονομάζει ψευδώς πολυδιάστατη και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Ουδεμία, βεβαίως, σχέση έχει αυτή η πολιτική με τη σύναψη συμφωνιών αμοιβαίου οφέλους για το λαό. Γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε εξωτερική πολιτική που δε θα γίνεται με κριτήριο τα συμφέροντα των μονοπωλίων, χωρίς τις δεσμεύσεις συμμετοχής στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες της ΕΕ, του ΝΑΤΟ κ.ά., συνεπώς θα σήμαινε εξωτερική πολιτική μιας άλλης εξουσίας, της εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση μοιάζει να παίζει το ρόλο του λαγού μέσα σε μια σκληρή κόντρα βουβαλιών... μπλέκοντας το λαό στη δίνη των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων!
"Ρ" 10042015
"Ρ" 10042015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου