Το κλίμα που διαμόρφωναν χτες τα αστικά ΜΜΕ ήταν κλίμα αγωνίας και αναμονής. Θα υπάρξει συμβιβασμός ή σύγκρουση με την Ευρωζώνη; Αυτό το μοτίβο αναπαραγόταν χτες απ' όλους, ενώ κωδικοποιούνταν οι επιπτώσεις της μιας ή της άλλης λύσης. Το ίδιο μοτίβο έπαιζαν και τα κυβερνητικά επιτελεία, σημειώνοντας βεβαίως ότι επιλογή της κυβέρνησης είναι ένας «έντιμος συμβιβασμός» και ότι η ευθύνη για τυχόν σύγκρουση βρίσκεται στην απέναντι πλευρά.
Την ίδια ώρα, δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν το 70% των Ελλήνων να ζητούν συμβιβασμό και παραμονή της χώρας στο ευρώ. Αυτό που επιμελώς έκρυβαν όλοι τους είναι το κύριο ζήτημα:
Δηλαδή, πρώτον, ότι ο συμβιβασμός και η αντιπαράθεση γίνονται για λογαριασμό των συμφερόντων του εγχώριου κεφαλαίου, των μονοπωλιακών ομίλων της Ελλάδας, αλλά και των συμμαχιών στις οποίες εντάσσεται η Ελλάδα τόσο ευρωπαϊκές όσο και υπερατλαντικές, που αμφισβητούν τη γερμανική πρωτοκαθεδρία στην ΕΕ, όχι βεβαίως για να την αντικαταστήσουν με την «ουτοπική» «ΕΕ των ισότιμων κρατών», αλλά για να διασφαλίσουν άλλες πρωτοκαθεδρίες. Δεύτερον, ότι είτε έτσι είτε αλλιώς τίποτα θετικό δεν έχουν να περιμένουν οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα, γιατί οι διαφορές βρίσκονται στο πώς, με ποιον τρόπο και σε ποιο χρονοδιάγραμμα θα πληρώσει ο λαός τη στήριξη της ανάκαμψης των κερδών του κεφαλαίου. Με αυτήν την έννοια η αντιλαϊκή πολιτική θα έχει συνέχεια.
Όλα τα προηγούμενα έχουν ιδιαίτερη σημασία σε συνθήκες που η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να πείσει ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται για το καλό του «λαού και της χώρας». Είναι καθαρό ότι σε αυτήν τη φάση κυριαρχεί ως επιλογή η ανεύρεση συμβιβασμού. Η ελληνική κυβέρνηση δε θέλει το ελληνικό κεφάλαιο να απολέσει όσα προνόμια έχει από τη συμμετοχή του στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Επιδιώκει, όμως, μια αναγκαία χαλάρωση της περιοριστικής πολιτικής, ώστε να έρθει χρήμα που θα στηρίξει τα επενδυτικά σχέδια των μονοπωλιακών ομίλων. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι αυτή η επιδίωξη δεν έχει καμιά σχέση με τα «λαϊκά συμφέροντα».
Πολύ απλά, γιατί η στρατηγική στήριξης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου που υπηρετεί η πολιτική της ΕΕ δεν πρόκειται να πάψει, δηλαδή τα «μνημόνια διαρκείας» της ΕΕ, βάσει των οποίων χτυπήθηκαν τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα με τη μορφή που πήραν και στα μνημόνια των τελευταίων 5 χρόνων. Ούτε, βεβαίως, η πολιτική στήριξης της ανάκαμψης των κερδών των μονοπωλίων θα συνοδευτεί από ανάκτηση των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι τα προηγούμενα χρόνια.
Όμως, ακόμα και στο ενδεχόμενο που θα είχαμε μια όξυνση της αντιπαράθεσης με την Ευρωζώνη, πάλι οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα θα καλούνταν να πληρώσουν το κόστος μιας τέτοιας εξέλιξης με νέα μέτρα λιτότητας που απλώς θα παρουσιάζονταν ως αποτέλεσμα της «αγέρωχης» και «περήφανης στάσης» της κυβέρνησης, αφήνοντας πάντα ανέγγιχτο το κεφάλαιο.
Γι' αυτό το ΚΚΕ σημείωσε εμφατικά ότι απ' όποια εξέλιξη της διαπραγμάτευσης θα είναι χαμένος από χέρι ο λαός. Δε συγκαταλέγεται ούτως ή άλλως στους κερδισμένους της όποιας εξέλιξης. Γι' αυτό, δεν πρέπει να χάνεται χρόνος. Το κύριο είναι η οργάνωση της πάλης με άξονα την ανάκτηση των απωλειών και τη διεκδίκηση ικανοποίησης των σύγχρονων εργατικών - λαϊκών αναγκών, το ξήλωμα του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου. Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι θετικές οι πρωτοβουλίες σωματείων, Λαϊκών Επιτροπών που παίρνονται αυτές τις μέρες για την ανεργία, το Ασφαλιστικό, την Υγεία. Η προοπτική αυτής της πάλης βρίσκεται στη ρήξη με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία του.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Παρασκευής 20 Μάρτη 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου