Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης, υποψήφιος διδάκτορας ΑΠΘ
Το κείμενο αφιερώνεται στους «ανώνυμους» μετανάστες.
«Οι ξένες συνοδοί και οι γέροντες κοιτάζονται σαν λίγο πριν την επανάσταση του 17. Όλοι ξέρουν πως θα γίνει. Οι συνοδοί αδημονούν οι γέροντες τρέμουν». (Γιάννης Βαρβέρης, ‘1917’).
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 επαναπροσδιόρισε τα όρια του αστικού-κοινωνικού «χώρου». Ως νόημα και ως πράξη εγκιβωτίστηκε στο πεδίο του κοινωνικού, την ίδια στιγμή που οι καθημερινές κινητοποιήσεις προσέλαβαν τα χαρακτηριστικά μίας κινηματικής «ολότητας» η οποία στράφηκε ενάντια στον τρέχων κρατικό υπόδειγμα. Οι μετανάστες, οι επισφαλώς εργαζόμενοι, οι μαθητές και οι φοιτητές «απέκτησαν» μία συγκεκριμένη κινηματική «υλικότητα», προκαλώντας ρήξεις και εγκάρσιες τομές. Το «κύμα» της εξεγερσιακής «αντιβίας» αποκρυσταλλώθηκε ως πρόταγμα στην κοινωνική δράση. Οι επιθέσεις σε διάφορα αστυνομικά τμήματα «επικάλυψαν» το όλο πλαίσιο της κρατικής-κατασταλτικής βίας όχι ως άμεση «απάντηση», αλλά ως εξεγερσιακό «όλον» που «χρησιμοποίησε» μορφές μίας «υλικής αντιβίας». Και ένα από τα σημαίνοντα του Δεκέμβρη ήταν και η προσίδια στοχοποίηση του ρόλου και της δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, μία δράση που «φιλτράρεται» και διαμεσολαβείται στο άμεσο πεδίο του κοινωνικού.
Σε αυτό το πλαίσιο, η «υλική αντιβία» ενσωματώθηκε ως «οργανικό όλον» στη μορφή και στον τύπο της εξέγερσης. Δεν δύναται να θεωρήσουμε απλοϊκή και αφηρημένη την μορφή της «αντιβίας», ακριβώς διότι εκείνη την στιγμή, προσέλαβε ένα «ποιοτικό-σχεσιακό» περιεχόμενο, «αφοπλίζοντας» και αναγκάζοντας σε αμυντική στάση τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους.
Η μορφή της «αντιβίας» όρισε και προσδιόρισε την δράση ενός τμήματος του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων. Η «πολλαπλή κατεύθυνση» του Δεκέμβρη ήρε το όλο πλαίσιο άσκησης της κρατικής-κατασταλτικής βίας, εκεί όπου τα συλλογικά υποκείμενα αμφισβήτησαν το νόημα και το πράττειν της, προτάσσοντας την όχι απλά την μορφή της εξεγερσιακής «αντιβίας», αλλά την μορφή της αμφισβήτησης που επαναθεμελιώνει την κοινωνική «ολότητα».
Το δυναμικό αμφισβητησιακό «ρεύμα» αντιτάχθηκε στην πρώιμη και ταξική «εκδίπλωση» των «ροών» της βαθιάς οικονομικής κρίσης, αφενός μεν αντλώντας συγκεκριμένη κοινωνική «ισχύ», αφετέρου δε μεταβάλλοντας ριζικά τον τρόπο και τον προσίδιο τύπο συγκρότησης του δρώντος κοινωνικού υποκειμένου. Και για πρώτη φορά, κάτι που θα λέγαμε πως συνιστά μία ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική ρήξη, στη συγκρότηση ενός δρώντος και ενεργού κοινωνικού υποκειμένου συμμετέχουν και οι μετανάστες, τα σώματα των οποίων «δέχονται» το «φορτίο» όχι απλώς της κρατικής-κατασταλτικής βίας, αλλά και εκείνου του τύπου της κρατικής-αστικής εκφοράς που χρησιμοποιεί την εργατική δύναμη με στόχο την διεύρυνση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Οι μετανάστες «μετασχηματίζονται» σε δρώντα «υποκείμενα», η δράση των οποίων υπερβαίνει τις νόρμες της εθνικής «ομοιογένειας» και συγκρότησης. Τις ημέρες του Δεκέμβρη, τα σώματα τους και οι πράξεις τους φέρουν το «φορτίο» του ριζικού αμφισβητησιακού πράττειν. Οι κοινωνικά και πολιτικά «αόρατοι», η προσίδια «αναλώσιμη ύλη» του διευρυμένου κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, καθίστανται πλέον «ορατοί». Συμβάλλουν στην «από τα κάτω» οργάνωση και ρύθμιση της εγκάρσιας τομής που συνιστά η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008.
Ας δώσουμε τον λόγο στους ίδιους τους πρωταγωνιστές: «Εμένα, ενός μαύρου, η ελευθερία μου σταματάει στο κατώφλι της πόρτας του διαμερίσματος μου. Και κάνω έκκληση στην ελληνική νεολαία που την απασχολεί η ισότητα όλων και τα δικαιώματα των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό, ενώνομαι με εσάς στον ευγενή αγώνα που διεξάγετε, γιατί ξέρουμε ότι δεν αγνοείτε πως η αστυνομία μας στριμώχνει σε όλες τις γωνιές των δρόμων, μπροστά από τις στάσεις των λεωφορείων, του μετρό, ακόμα και μπρος στα σπίτια μας».[1]
Και οι μετανάστες ενσωματώθηκαν οργανικά στο όλο πλαίσιο της εξεγερσιακής «υλικότητας», αμφισβητώντας έμπρακτα το ολικό «απείκασμα» της κατασταλτικής βίας, ενώ την ίδια στιγμή, «διαχύθηκαν» ως εξεγερσιακές «φωνές» στο πεδίο του κοινωνικού. Ο Δεκέμβρης ενέγραψε στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά την δόμηση μίας κοινωνικής συμμαχίας των «από κάτω», οι οποίοι δεν αναζήτησαν την άμεση κομματική εκπροσώπηση και αντιπροσώπευση, αλλά έτειναν στο να μετασχηματιστούν σε «κοινωνικό σώμα» που «ενοποιήθηκε» στον κοινωνικό-αστικό «χώρο» και «δικτυώθηκε» σε όλη την κοινωνική επικράτεια, παντού όπου «ρέει» το πλαίσιο της δεδομένης ταξικής συγκρότησης και της κυριαρχίας του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας.
Η εξέγερση εκείνων των ημερών «επαναχάραξε» τα όρια των ιεραρχήσεων και των εγκλήσεων του αστικού συνασπισμού εξουσίας, που, εκείνες τις «κρισιακές» ημέρες, επεδίωξε την σφυρηλάτηση των κοινωνικών συμμαχιών του υπό το επίδικο της διατήρησης του «νόμου και της τάξης». Ένα δυναμικό τμήμα του λαϊκού-εργατικού μπλοκ αμφισβήτησε έμπρακτα το δεδομένο «εύρος» των κοινωνικών συμμαχιών, στρεφόμενο κατά του «εφησυχασμού» της μικροαστικής τάξης, τάξης ενδιάμεσης που χωρίς να εμπλέκεται άμεσα στο συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας δύναται να επηρεάσει το «ποιοτικό εύρος» του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Μία κινηματική «ετεροτοπία» αναδύθηκε εκείνη την χρονική περίοδο, «ετεροτοπία» που νοηματοδότησε εκ νέου το πεδίο του κοινωνικού.
η αλλη αποψη
[1] Βλ.σχετικά, ‘Η κραυγή απόγνωσης ενός μαύρου μετανάστη’, στο, Κυριακόπουλος Αλέξανδρος & Γουργούρης Ευθύμιος, (επιμ.), ‘Ανησυχία. Μια καταγραφή του αυθόρμητου τον Δεκέμβριο του 2008. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου