Τέτοιες ώρες μαύρες κι άραχλες σκέφτομαι κάτι βασανισμένους γέρους
κομμουνιστές, με παράσημα βασανιστηρίων στα κορμιά τους, εφιάλτες εξορίας που
δεν ξεπεράστηκαν σε πολυτελείς σοφάδες ψυχαναλυτών και δεν πουλήθηκαν σε
βιβλιαράκια τσέπης. Είναι εκείνα τα μάτια τους στις συγκεντρώσεις να κοιτάνε τα
νιάτα χωρίς φθόνο, να καμαρώνουν και συχνά πυκνά να βγάζουν μιαν τρυφερή
αυστηρότητα, όταν το πάθος των γύρω τους υπολείπεται της δικής τους αντοχής για
τα μελλούμενα της τάξης και του Κόμματος.
Μερικούς τους ξαναβρίσκω σε κάτι
φωτό στη στήλη με τις κηδείες. Τη μόνη που βάζει πρόσωπα. Που τη βρίσκω χρόνια
τώρα, από δεκαετίες, μακάβρια πένθιμη, αλλά συνάμα τίμια και γενναία. Και βλέπω
τη γιαγιά με το τσεμπέρι, κι από κάτω διαβάζω, σε μερικές γραμμές μια ζωή, έναν
αγώνα, ταινίες ολόκληρες τεράστιου ιστορικού μήκους. Πρωταγωνιστές μιας τάξης,
της εργατικής, που γράφει κάθε μέρα κι ένα στίχο στο έπος της ζωής, της
κερδισμένης και μηδέποτε χαρισμένης.
Αυτοί οι αγωνιστές , αναρωτιέμαι όχι τι σκέφτονται αλλά κυρίως τι
αισθάνονται τώρα που βλέπουν τους βρικόλακες ναζί να ξερνάνε «νομιμότητες».
Ταγματασφαλίτες, Τεατζήδες, οιονεί δοσίλογοι, δεσμοφύλακες μπουντρουμιών, μια
γελοιοποιημένη τηλεταινία σύγχρονων ανθρωποφάγων στο πολιτικό θέατρο σκιών.
Αναπαράσταση...
Θέλω να φαντάζομαι πως είναι οι
μόνοι που δε φτύνουν τον κόρφο τους γιατί δεν άντεξαν εκεί τα φίδια. Ούτε τα
δηλητηριώδη του φασισμού τα κρυμμένα σε σφαίρες, ούτε εκείνα τα χειρότερα τα
γλυκόσυρτα τα γητευτικά του συμβιβασμού. Νοιώθω πως έχουν τη δημογεροντική
εκείνη ικανότητα των μαθημένων σε αγώνες, να εξοστρακίζουν την αφόρητη ασχήμια
κι αυτή καθαυτή τη βρώμα των ερπετοειδών που ιεραρχούν τη ζωή στενεύοντας το
σύμπαν ολάκερο από τη γλώσσα ως την ουρά τους. Αυτοί οι βετεράνοι κομμουνιστές
είναι θαρρώ οι ξεχωριστοί άνθρωποι των αγκυλωτών ελληνικών ημερών που
καταφέρνουν να μην ανατριχιάζουν από αηδία.
Εγγυώνται και με μόνη την ύπαρξή τους ανάμεσα και δίπλα μας, πως
δεν επιτρέπονται οι εκπλήξεις όταν οι μελανοχίτωνες ξεσαλώνουν. Οι γέροι μας
αυτοί, είναι πηγή με καθαρό νερό που διώχνει τη σύγχυση και δροσίζει τους
αποκαμωμένους και τους άμαθους. Ακόμα κι αν μιλάνε, ακόμα κι όταν τα πόδια τους
δεν τους βαστάνε, στα μάτια τους τα μισόσβηστα καίει εκείνη η σπίθα της
έμπρακτης γνώσης. Αυτοί ξέρουν πώς νικιέται το θεριό, γιατί το νίκησαν. Ξέρουν
πού κρύβεται, γιατί το ξετρύπωσαν. Ξέρουν να παραδώσουν στις επόμενες γενιές
ιδεολογικό οπλισμό, γιατί τον διατήρησαν. Οι γέροι μας εδώ και τώρα παραδίνουν
σκυτάλη κι όσοι τη φέρουμε μαθαίνουμε όχι απλώς πώς να ζήσουμε, αλλά πώς να
γεράσουμε. Με τα στερνά να τιμούν τα πρώτα!
Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου