Κιτς (γερμανικά: Kitsch), χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιγραφή έργων ζωγραφικής, και αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε προς άλλες μορφές τέχνης. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου.
Ως κιτς εννοούνται επίσης οι ευτελείς απομιμήσεις αληθινών έργων τέχνης, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στη λογοτεχνία, στη φωτογραφία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο αλλά και στη μόδα. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να οριστεί ως ένα είδος παρασιτικής τέχνης με βασικό στόχο την κολακεία του θεατή και καταναλωτή της.
Φαίνεται πως ο όρος επινοήθηκε περίπου το 1870, στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου, ωστόσο η προέλευσή του παραμένει αβέβαιη. Σύμφωνα με μία ετυμολογική υπόθεση, προέρχεται από τον αγγλικό όρο sketch (σκετς, σκίτσο), τον οποίο χρησιμοποιούσαν Αγγλόφωνοι επισκέπτες ζητώντας από ντόπιους καλλιτέχνες σχέδια τοπίων ή άλλων θεμάτων. Κατά μία άλλη εκδοχή, ετυμολογείται από το δύσχρηστο γερμανικό ρήμα kitschen που σημαίνει μαζεύω σκατά στο δρόμο, παραπέμποντας στους τουρίστες που μάζευαν άκριτα έργα ζωγραφικής ή σχέδια. Για πολλά χρόνια ο όρος είχε ξεχαστεί, για να επανέλθει ως διεθνής πλέον τη δεκαετία του '30. Σημαντική άνθηση είχε και επί Ναζιστικής Γερμανίας.
Δεδομένου ότι το γούστο είναι έννοια υποκειμενική και το κακό γούστο από μόνο του δεν είναι μομφή γι αυτόν που στερείται γούστου και δεδομένου ότι το καλό γούστο δεν είναι έμφυτη ικανότητα αλλά αποκτάται με την αγωγή, την παιδεία και τη συνήθεια, τότε το κακό γούστο γίνεται Κιτς όταν συνοδεύεται με το ψέμα και όταν κάποιος φανερά άσχετος άνθρωπος με το αισθητικό γεγονός, επιμένει να έχει στενές σχέσεις με την τέχνη, προσπαθώντας να την πλασάρει ως τέχνη με σκοπό το εύκολο κέρδος.
Στις μέρες μας ο όρος Κιτς έχει ξεφύγει από την αισθητική αντίληψη της τέχνης κι έχει επεκταθεί γενικότερα στον προσδιορισμό του κακού γούστου στην περίπτωση που είναι γενικά παραδεκτός, γιατί αντικειμενικά ένας τέτοιος προσδιορισμός είναι αδύνατος. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει και ο νεολογισμός «Κιτσαριό», «καρακιτσαριό».
Το «Κιτς» συνδέθηκε με την έλλειψη παιδείας και το γεγονός ότι σαν λαός χάνουμε τις ρίζες μας, σημεία που θεωρήθηκαν σαν αποτέλεσμα της κρατικής αδιαφορίας η και επιδίωξης. Η καλλιέργεια του «κιτς» συνδέθηκε με διάφορους φορείς όπως η τηλεόραση, μουσικά και άλλα υποπροϊόντα, τη «λαϊκή τέχνη» που προβάλλεται στους τουρίστες και τη διαφήμιση, ως «βασικό εργαλείο μετάδοσης της κακογουστιάς, που στόχο έχει να κερδίσει και να αλλοιώσει την λαϊκή συνείδηση. Συνδέθηκε, επίσης, με την προσπάθεια πολιτιστικής ομογενοποίησης για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου καταναλωτικού κοινού, (παγκοσμιοποίηση) όπως συμβαίνει με τον αμερικανικό κινηματογράφο.
Το στυλ του Πανούση είναι το one man show, μια αμερικανιά δηλαδή. Ανέκαθεν κλέβει μοτίβα μουσικά (δεν έχει γράψει ούτε μια μελωδία) και τα ντύνει με στίχους πιασάδικους. Είναι ένα τίποτα. Καθώς και η πρόζα του είναι εγκεφαλική, δηλαδή εγγλέζικη. Είναι δημοφιλής στους αναρχοφασίστες των Εξαρχείων-Κολωνακίου και από χρόνια επιδίδεται σε χυδαίο αντικομμουνισμό.
Μαζί του εκτός απ' τον ΔΗΜΑΡίτη ποταμίσιο με τη φερράρι Ψαριανό, προστέθηκε και ο ΠΑΣΟΚογενής ναρκοσυλλέκτης Αγγελάκας που μάλλον υπόκειται οικονομικές δυσκολίες και αδυνατεί να ανταπαξέλθει στα προς το ζην οπότε καταφεύγει στο να κάνει πεζοδρόμιο στο «ψυχοπορνείο» με τον Πανούση.
Μάλλον ακρίβυναν οι «πρώτες ύλες» των εμπνεύσεών τους...
Πηγή: gekoudi.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου