Καλησπέρα και από εμένα. Ευχαριστώ πολύ τον κύριο Χατζηκώστα για την ιδιαίτερα τιμητική του πρόταση να είμαι ένας από τους εισηγητές στην παρουσίαση του νέου του βιβλίου που έχει τίτλο ‘Σχεδία’ Μνήμης. Και τι σημαίνει ‘Σχεδία’ Μνήμης; Ποια μπορεί να είναι το νόημα μίας σειράς διηγημάτων με τον τίτλο ‘Σχεδία’ Μνήμης; Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου περικλείει και ενσωματώνει οργανικά στάσεις, αξίες και νοήματα που συμπυκνώνουν και νοηματοδοτούν την ίδια την ζωή. Μία ζωή, που μέσω της καθημερινής της «αποτύπωσης», «καθαγιάζεται» στο πεδίο του συλλογικού «πράττειν», και πάνω απ’ όλα, στο πεδίο της «ζώσας» μνήμης. Η ‘Σχεδία’ Μνήμης περιλαμβάνει μικρά και γεμάτα από νοήματα «λογοτεχνικά» διαμαντάκια τα οποία τέμνουν και ανατέμνουν ταυτόχρονα το κοινωνικό αλλά και πολιτικό γίγνεσθαι.
Και εδώ ακριβώς έγκειται η ικανότητα του συγγραφέα Αλέκου Χατζηκώστα: Μέσα από τύποις καθημερινές ιστορίες, μέσα από την «ζωή» ανθρώπων που διαβιούν εντός του «χωροχρόνου» της βαθιάς οικονομικής κρίσης παρουσιάζει και αποτυπώνει την «μεγάλη» εικόνα, έτσι ώστε τα διηγήματα του να λειτουργούν ως ένα λογοτεχνικό παλίμψηστο που περιέχει και ξεδιπλώνει σταδιακά εικόνες και αξίες που νοηματοδοτούν και ανασημασιοδοτούν ένα συγκεκριμένο πρότυπο και υπόδειγμα ανθρώπου. Oι ιστορίες του Αλέκου Χατζηκώστα εκκινώντας από την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, «φωτίζουν» την Μεταπολιτευτική κοινωνική και πολιτική συγκρότηση και καταλήγουν στο «κρισιακό σήμερα». Ένα «σήμερα» που προσδιορίζεται από τις συνέπειες της βαθιάς οικονομικής κρίσης.
Και ο άνθρωπος διαβαίνει μέσα από τις ιστορίες του, περνάει μέσα από το «πυρίκαυστο» πεδίο της ζωής και ανάγεται στο φως, το λυτρωτικό-αφετηριακό φως μίας «νέας» ζωής γεμάτης από αξίες που δύναται να καθορίσουν και να «επικαθορίσουν» το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι εξόχως χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας προτιμά να «κλείσει» το τελευταίο διήγημα που έχει τον τίτλο ‘ΤΟ ΛΟΤΤΟ’: Δεν βαριέσαι, έτσι και έτσι χαΐρι δεν έχουμε. Τουλάχιστον, ας αλλάξουμε τα γούρια μας και ποιος ξέρει, μπορεί να φτιάξουμε μόνοι μας την τύχη μας». Μετά έκλεισε την πόρτα και ενώθηκε με τους συμφοιτητές του…
Εδώ το τέλος που λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της ερωτικής απογοήτευσης νοείται και ορίζεται ως «νέα» αρχή, ως αφετηρία μίας πράξης και πρακτικής που στην προμετωπίδα της φέρει το «πρόσημο» του συλλογικού «ανήκειν». Στο ίδιο πλαίσιο η «αλλαγή», η μεταβολή θα λέγαμε, νοείται ως μία διαδικασία ατομικού μετασχηματισμού που, την ίδια στιγμή ανάγεται και ενσωματώνεται στο συλλογικό πράττειν, στο πράττειν μίας φοιτητικής κινητοποιήσεις με συγκεκριμένη στόχευση και «ποιοτικό» περιεχόμενο. Είναι εξαιρετική η ικανότητα του συγγραφέα να αντλεί και να αποτυπώνει «όψεις» που άπτονται της καθημερινότητας και του καθημερινού γίγνεσθαι. Καίριος και καυστικός, με την «πένα» του ανάγεται και ανοίγεται στη μεγάλη «θάλασσα της ζωής» και της «ζώσας» μνήμης.
Η πένα του αποκαθάρει και «φωτίζει» ταυτόχρονα τις κρυμμένες «γωνίες» όχι μόνο της καθημερινότητας που τείνει να γίνει κανονικότητα, αλλά και τις «κρυμμένες» γωνίες της κοινωνικής και πολιτικής «ολότητας». Το παλίμψηστο, ανοίγει, απλώνεται στο «χώρο» και στο «χρόνο, εκεί που το ύφος και το περιεχόμενο της καθημερινής ζωής τέμνουν και ανατέμνουν το πεδίο του κοινωνικού.
Η «υπόγεια» πολιτικοποίηση «φιλτράρεται» και διαμεσολαβείται στο πεδίο ενός «ημερήσιου» και συνηθισμένου πράττειν, ενώ, την ίδια στιγμή, μεταβάλλοντας δομικά και ριζικά τα νοήματα, (κάτι που αποτελεί ικανότητα του συγγραφέα) διεκδικεί τις «δάφνες» μίας έντονης και αποκρυσταλλωμένης πολιτικής παρέμβασης.
Στην αρχή του διηγήματος Το «πραξικόπημα» διάβασα το πιο εύστοχο λογοτεχνικό αλλά και πολιτικό σχόλιο που θα μπορούσε να ειπωθεί για την ανυπόστατη και βαθιά αντιδραστική θεωρία των «δύο άκρων» πέρα και πάνω από τους κανόνες μίας politically correct ορθότητας: «ΤΙ ΛΕΣ ΡΕ Μ…Α. ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ οι αντάρτες με τους δοσίλογους; Οι τραμπούκοι με τα μαύρα μπλουζάκια, με τους εργάτες που παλεύουν με το ψωμί τους; Αυτά σας έμαθαν εκεί στο Αμέρικα που σπουδάσατε; Τα είπε μαζεμένα και ξέσπασε μουντζώνοντας την οθόνη της τηλεόρασης που, εκείνη την ώρα, μιλούσε ο πρωθυπουργός για «τα δύο άκρα».
Ο συγγραφέας, μέσω της τρέχουσας και ενεργής λογοτεχνικής παρέμβασης αποδομεί την θεωρία των δύο άκρων, προβαίνοντας σε ένα καίριο πολιτικό σχόλιο για την εποχή μας, την εποχή του ευρύτερου «κρισιακού» περιβάλλοντος εντός του οποίου δραστηριοποιούνται «μαύρα τέρατα». Και αυτό το πετυχαίνει αφενός μεν με τον λόγο ενός λογοτεχνικού αντιήρωα, ένας λόγος που κινούμενος στον «αέναο» κύκλο της ζωής μετασχηματίζεται την ίδια στιγμή σε αντιηγεμονική ιδεολογία που ενσωματώνει αντιφασιστικά χαρακτηριστικά, αφετέρου δε με την επίκληση της πάντα ενεργής και «πυρίκαυστης» μνήμης. «ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ οι αντάρτες με τους δοσίλογους; Οι τραμπούκοι με τα μαύρα μπλουζάκια με τους εργάτες που παλεύουν για το ψωμί τους; Η «ζώσα» μνήμη επανέρχεται και μέσω της πένας του συγγραφέα, επενεργεί στο ιδιαίτερο βεβαρημένο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Οι αντάρτες της συλλογικής κινητοποίησης και δραστηριοποίησης, οι αντάρτες του αντιφασιστικού αγώνα ανασημασιοδοτούν και ανασυγκροτούν το «μαύρο» πολιτικό παίγνιο.
Ο συγγραφέας «εγγίζει» τις όψεις μίας ζωής γεμάτης από όνειρα και φως. Με οδηγό την ‘Σχεδία’ Μνήμης διαβαίνει την μεγάλη «θάλασσα» της ζωής, ή αλλιώς, την πάντα μεγάλη «θάλασσα της μνήμης», μία μνήμη που αντιπαρατίθεται άμεσα με το έρεβος της λήθης και της συλλογικής «αμνησίας». Οι ιστορίες του αποτελούν καθημερινά ψηφιδωτά, αμαλγάματα μίας έντονης αγωνιστικής παρουσίας του συγγραφέα, που όχι μόνο αποτυπώνονται στο χαρτί, αλλά και αποκρυσταλλώνονται στο πεδίο του κοινωνικού. Οι λέξεις και τα νοήματα του ταξιδεύουν στο «χώρο» και στο «χρόνο» της βαθιάς οικονομικής κρίσης.
Οι λέξεις του συγγραφέα γίνονται φως, σάλπισμα μίας νέας πορείας εντός του «πεδίου» της ζωής. Οι μικροϊστορίες του νοούνται ως νοήματα που επαναχαράσσουν τα όρια της κανονικότητας, «διεισδύουν» στις μύχιες και αθέατες όψεις της ζωής, ανασυγκροτούν το κατακερματισμένο συλλογικό πράττειν, αποκαλύπτοντας μας έναν συγγραφέα ο οποίος κάνει μετουσιώνει σε ενεργητική πρακτική και πράξη το αξίωμα του Αντόνιο Γκράμσι: όλοι οι άνθρωποι δύνανται να επιτελέσουν λειτουργίες διανοούμενου. Οι οργανικοί διανοούμενοι, όπως γράφει και ο Αντόνιο Γκράμσι, «είναι οι μεγαλύτερες δυνατές «εξειδικεύσεις» ορισμένων μορφών της πρωταρχικής δραστηριότητας του νέου κοινωνικού τύπου που η νέα τάξη έφερε στο φως».
Και ο Αλέκος Χατζηκώστας, μέσω και της καθημερινής του παρουσίας με την εφημερίδα ‘Η Άλλη Άποψη’ μετουσιώνει και ενσωματώνει οργανικά εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός ενεργού διανοούμενου, ο οποίος με ακρίβεια χειρουργού, τέμνει και ανατέμνει το βεβαρημένο και φορτισμένο πεδίο της κρίσιμης και «κρισιακής» εποχής. Αφουγκράζεται τους παλλόμενους χτύπους της ζωής, ανάγει τον έρωτα σε κινητήριο και αφετηριακό νόημα, «εγγίζει» το λυτρωτικό φως της μνήμης, ενώ, την ίδια στιγμή εγκιβωτίζει στο «χώρο» του κοινωνικού τα ψήγματα μίας λογοτεχνίας που ορίζεται και προσδιορίζεται ως ο αρμός μίας αφετηριακής εκκίνησης προς τον «χώρο» μίας άλλη ζωής.
Η ‘Σχεδία Μνήμης’, και δεν είναι καθόλου υπερβολή εγγίζει το ποίημα ‘Ελευθερωτές’ του σπουδαίου Χιλιανού Pablo Neruda. Το δέντρο του Νeruda, το δέντρο της ζωής ενσωματώνει μνήμες, στάσεις, αξίες και πρότυπα μίας ζωής καμωμένης και ριζωμένης στη συλλογικότητα και στον αγώνα. «Αυτό είναι το δέντρο των ελεύτερων. Το δέντρο γη, το δέντρο σύννεφο, το δέντρο ψωμί, το δέντρο ακόντιο, το δέντρο γροθιά, το δέντρο φωτιά. Το πνίγουν τα φουρτουνιασμένα νερά του νύχτιου καιρού μας, μα στο κατάρτι του ζυγιάζεται της εξουσίας του ο τροχός».
Όπως και το δέντρο του Neruda, έτσι και η ‘Σχεδία’ Μνήμης του Αλέκου Χατζηκώστα ανατέμνει την «ζώσα» μνήμη ταξιδεύοντας και χαρτογραφώντας τα «φουρτουνιασμένα νερά του νύχτιου καιρού μας». Η ‘Σχεδία’ του περικλείει το φως, το λυτρωτικό νερό που ξεδιψά στους «άνυδρους» καιρούς που ζούμε και την λυτρωτικό μνήμη. Όπως έγραψε πάλι ο Pablo Neruda, «ίσως, ίσως οι άνθρωποι σα σιδεράς να καταφεύγει στη θράκα, στις σφυριές του σίδερου πάνω στο σίδερο, χωρίς να μπαίνει στις τυφλές πολιτείες του κάρβουνου, χωρίς να κλείνει τα μάτια και να γκρεμίζεται κάτω σε βύθη, σε νερά, σε ορυχτά, σε χαλασμούς».
Και η ‘Σχεδία’ Μνήμης δεν «γκρεμίζεται σε βύθη, σε νερά, σε ορυχτά, σε χαλασμούς». Οι λέξεις και τα νοήματα του Αλέκου Χατζηκώστα ταξιδεύουν, οι «μέρες του αφηγούνται» για να θυμηθούμε έναν άλλο σπουδαίο Λατινοαμερικάνο συγγραφέα, τον Ουρουγουανό Eduardo Galeano. Η ίδια η λογοτεχνική του πράξη αφηγείται την μικροϊστορία που συμπυκνώνει αξίες ζωής που την ίδια στιγμή ανάγονται στο πεδίο της μακροϊστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου