Με γλαφυρότητα σπάνια για οικονομολόγο του ΔΝΤ, ο Μπαντού άρχιζε την επιστολή του ως εξής: «Σήμερα παραιτούμαι από το προσωπικό του ΔΝΤ ύστερα από δώδεκα χρόνια και έπειτα από χίλιες μέρες εργασίας στο εξωτερικό ως αξιωματούχος του Ταμείου, κατά τη διάρκεια των οποίων, με όπλα τα φάρμακά σας και τα κόλπα σας, εφορμούσα σαν γεράκι εναντίον των κυβερνήσεων και των λαών της Λατινικής Αμερικής, της Καραϊβικής και της Αφρικής. Για μένα, η παραίτησή μου είναι μια ανεκτίμητη απελευθέρωση, επειδή με αυτό τον τρόπο κάνω το πρώτο μεγάλο βήμα που θα μου επιτρέψει να ελπίζω ότι θα μπορέσω να ξεπλύνω τα χέρια μου από αυτό που στα μάτια μου είναι το αίμα εκατομμυρίων φτωχών και πεινασμένων ανθρώπων. [...] Ξέρετε, το αίμα είναι τόσο πολύ, που κυλάει σε ποτάμια. Κι όταν στεγνώνει, σχηματίζει πάνω μου μια κρούστα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε ολόκληρο τον κόσμο για να καθαριστώ από όλα όσα έκανα επ' ονόματί σας». (21)
Ο Μπαντού συνέχιζε τεκμηριώνοντας τις καταγγελίες του εναντίον του ΔΝΤ ότι χρησιμοποιούσε τις στατιστικές ως «φονικά όπλα». Παρέθετε λεπτομερή στοιχεία για το πώς, ως υπάλληλος του ΔΝΤ, είχε αναμειχθεί σε εσκεμμένα «στατιστικά σφάλματα» προκειμένου να διογκωθούν τα αριθμητικά στοιχεία στις εκθέσεις του Ταμείου για το πλούσιο σε πετρέλαιο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, ώστε η χώρα να δείχνει πολύ λιγότερο σταθερή από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Μπαντού ισχυριζόταν ότι το ΔΝΤ είχε διογκώσει τα στατιστικά στοιχεία για το εργατικό κόστος, με συνέπεια η παραγωγικότητα της χώρας να φαίνεται πολύ χαμηλή -παρ' όλο που το Ταμείο γνώριζε τα πραγματικά δεδομένα. Σε μια άλλη περίπτωση, διατεινόταν, το ΔΝΤ «επινόησε, κυριολεκτικά από το πουθενά, ένα τεράστιο απλήρωτο κρατικό χρέος». (22)
Αυτές οι «απαράδεκτες παρατυπίες» που, σύμφωνα με τον Μπαντού, ήταν εσκεμμένες, και δεν οφείλονταν σε «επιπόλαιους μαθηματικούς υπολογισμούς», αντιμετωπίστηκαν ως αδιαμφισβήτητα δεδομένα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες έκριναν την οικονομία του Τρινιντάντ και Τομπάγκο επισφαλή και σταμάτησαν να το χρηματοδοτούν. Τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, που είχαν πυροδοτηθεί από τη μείωση της τιμής του πετρελαίου, του βασικού εξαγωγικού προϊόντος της, πήραν γρήγορα ολέθριες διαστάσεις και το Τρινιντάντ και Τομπάγκο υποχρεώθηκε να ικετεύσει το ΔΝΤ να διασώσει την οικονομία του. Το Ταμείο απαίτησε να γίνει αποδεκτό αυτό που ο Μπαντού αποκαλεί «το πιο θανατηφόρο φάρμακο» του ΔΝΤ: απολύσεις, περικοπές στους μισθούς και «όλη τη γκάμα» των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής. Ο Μπαντού περιέγραφε τη διαδικασία ως «εσκεμμένη διακοπή της οικονομικής ζωής της χώρας μέσω τεχνασμάτων», με σκοπό «αφού πρώτα το Τρινιντάντ και Τομπάγκο καταστραφεί οικονομικά, να υποστεί στη συνέχεια την απαιτούμενη διαδικασία αναμόρφωσης».
Στην επιστολή του ο Μπαντού, που πέθανε το 2001, καθιστούσε σαφές ότι οι αντιρρήσεις του δεν αφορούσαν μόνο τον τρόπο αντιμετώπισης μιας χώρας από μια χούφτα αξιωματούχων. Αντιμετώπιζε ολόκληρο το πρόγραμμα των διαρθρωτικών προσαρμογών του ΔΝΤ ως μια μορφή βασανιστηρίων, καθώς «κυβερνήσεις και λαοί που ούρλιαζαν από τον πόνο υποχρεώνονται να γονατίζουν μπροστά μας τσακισμένοι, τρομοκρατημένοι και κομματιασμένοι, ικετεύοντας για ένα ίχνος λογικής και αξιοπρέπειας εκ μέρους μας. Ομως εμείς γελάμε απάνθρωπα στα μούτρα τους και τα βασανιστήρια συνεχίζονται αμείωτα».
Μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής η κυβέρνηση του Τρινιντάντ και Τομπάγκο ανέθεσε σε δύο ανεξάρτητες επιτροπές να διερευνήσουν τις κατηγορίες και διαπιστώθηκε ότι ήταν σωστές: το ΔΝΤ είχε διογκώσει και χαλκεύσει στατιστικά στοιχεία, με ολέθριες επιπτώσεις για τη χώρα. (23)
Αναδημοσίευση Rodia Mixer
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου