Δεν ήταν μόνο τα σπαθιά που λαμποκοπούσαν, ούτε μόνο τα
τουφέκια που «έπεφταν» αντιλαλώντας στα «άπαρτα βουνά», δεν ήταν μόνο μια
διαδήλωση, ούτε μόνο ο τοίχος της Καισαριανής εκεί που οι αγωνιστές έφευγαν με
ένα τραγούδι στα χείλη, δεν είναι μόνο ο εργάτης που κουβαλά ένα τσουβάλι, ή
μια παρέα αγρότες σε ένα διάλειμμα της δουλειάς, ήταν κάτι βαθύτερο: Ηταν η Ανθρώπινη Πράξη, ο Αγώνας του Ανθρώπου, που άλλαζε τα
«πράγματα», μεταμορφώνοντας ταυτόχρονα και τον ίδιο.
«Ηθελα να ζωγραφίσω το λαό, ο οποίος
διαμορφωνόταν κοντά μου, σαν τη ζύμη, μεταμορφωνόταν»... Σε
αυτές τις γραμμές, ο Σεμερτζίδης αποτύπωσε την ουσία της τέχνης του.
Γεννημένος το 1911 στον Καύκασο, από πατέρα Ελληνα-Πόντιο και
μητέρα Ρωσίδα-Καυκασιανή, ο Βάλιας Σεμερτζίδης μεγάλωσε σε περιβάλλον πολύ
καλλιεργημένο, ενώ σημαδεύτηκε βαθιά από την επαφή του, με το ρώσικο λαό.
Το 1928 ο Σεμερτζίδης φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών και το 1932
έγινε μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη, ο οποίος πριν απ' όλα του έμαθε να
«βλέπει», διδάσκοντάς τον επίσης ότι η ζωγραφική δεν είναι
"καλλιγραφία" και ότι το σωστά προετοιμασμένο έργο πρέπει κυρίως να
έχει «ψυχή».
Οπλισμένος με άριστη εκμάθηση της «τεχνικής», ο
Σεμερτζίδης έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα που μόνο ο ίδιος μπορούσε να
απαντήσει: «Γιατί θέλω να ζωγραφίσω;»...
Η απάντηση που έδωσε εστιαζόταν στο τι στάση
κρατάει κανείς απέναντι στη ζωή. Η αγάπη του Σεμερτζίδη για το λαό, η ένταξή
του στο ΚΚΕ ως το τέλος της ζωής του διαμόρφωσαν μέσα του το χρέος, να
«μιλήσει» με το χρωστήρα του για τη ζωή και τον αγώνα των ανθρώπων.
Η καθοριστική
περίοδος για τη ζωή του και την τέχνη του ήταν η περίοδος της Αντίστασης, όταν
ο Σεμερτζίδης ζήτησε να ανέβει στο Βουνό.
Ανεβαίνοντας αρχικά για να ζωγραφίσει τους
αντάρτες, συγκλονίζεται από τη μεταμόρφωση ενός ολόκληρου λαού που στα βουνά
έθετε τα φύτρα της λαϊκής εξουσίας και οι πίνακές του της περιόδου εκείνης
είναι η εικαστική απεικόνιση αυτής της λαϊκής εποποιίας.
Ζωγραφίζει το «Χορό του Σουκατζίδη», με
μπροστάρη τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που εκτελέστηκε μαζί με τους 200
συντρόφους στην Καισαριανή, την Πρωτομαγιά του 1944.
Ο κρατούμενος στο Χαϊδάρι Σουκατζίδης, εκείνη τη
φοβερή μέρα στεκόταν ως μεταφραστής δίπλα στον αξιωματικό που διάβαζε τα
ονόματα. Ο πρώτος που άκουσε το όνομά του ήταν ένας εργάτης από την Καβάλα που
είπε «παρών», έβγαλε το μαντήλι του, και πήγε μπροστά. Ακολούθησαν άλλοι και
άρχισε ένας χορός. Οταν ο αξιωματικός διάβασε και το όνομα του Σουκατζίδη, ακολούθησε
ένας διάλογος για να του χαριστεί η ζωή, και ο Ναπολέων αρνήθηκε κάτι τέτοιο,
σημειώνοντας πως δεν θέλει να πάει κανείς άλλος στη θέση του. Ο αξιωματικός
ηττημένος ηθικά, χαιρέτισε στρατιωτικά τον Ναπολέοντα, που πήρε τη θέση του στο
χορό.
Στην Καισαριανή, την ώρα που τους έβγαζαν δέκα -
δέκα οι υπόλοιποι χόρευαν και το χορό τραβούσε πάντα ο Σουκατζίδης, έως ότου
στάθηκε στον τοίχο και ο ακριβός σύντροφος.
Στον πίνακα ο Σουκατζίδης είναι μπροστάρης στο
χορό και ο Σεμερτζίδης εξηγεί: «Ο μπροστάρης μπαίνει όχι τόσο για να παρασύρει
τους άλλους, αλλά για να σχίσει το σκοτάδι»... Στον ίδιο πίνακα όλες οι μορφές
είναι αποφασισμένες: «Εδώ η θέση είναι καθαρά μαρξιστική. Δεν έχει εδώ
ρομαντισμούς και φιλολογία. Είναι πια ο ήρωας μιας ορισμένης τάξης ανθρώπων κι
αυτόν θέλω να προβάλλω, τον κομμουνιστή. Δεν είναι μόνο ο μεγάλος άνθρωπος, ο
μεγάλος ήρωας, αλλά είναι κι ο κομμουνιστής κι αυτό εμένα με συνεπήρε.
Αμφιβάλλω αν θα μπορούσε -αν και είχαμε τόσους ήρωες τότε- να σταθεί έτσι
μπροστά στους Γερμανούς, ένας άνθρωπος που δεν είχε σαφή συνείδηση της θέσης
του και του αντιπάλου με το ντουφέκι που είχε μπροστά του, συνείδηση τόσο σαφή
όσο μπορούσε να έχει ένας μαρξιστής και μάλιστα στο ύψος του Σουκατζίδη».
Βαθιά διαλεκτικός ο Βάλιας Σεμερτζίδης κατόρθωσε
να φθάσει και να απεικονίσει την ουσία της Αντίστασης που ήταν ότι ο λαός όχι
μόνο δεν γονάτισε, αλλά κατάφερε και να «ξεκολλήσει» τον τροχό της Ιστορίας,
ενώ ταυτόχρονα ακριβώς αυτόν τον αγώνα, ο ζωγράφος τον έθεσε ως κριτήριο
συμμετοχής στην κοινή πάλη.
«Η πεποίθηση που ανέπτυξα, ότι ο λαός είναι
δυνατός, ότι δεν νικιέται, διαπερνάει όλες μου τις συνθέσεις, έστω κι αν
πρόκειται για ένα πεινασμένο παιδί. Δεν κλαψουρίζει, δεν ζητάει έλεος, στέκεται
απέναντί σου και με μια τραγική ματιά σε καθηλώνει και σε κρίνει. Η καθημερινή
πραγματικότητα ήταν ότι περπατάγαμε στους δρόμους και άκουγες: «Πεινάω,
πεινάω!»... Ζήταγαν βέβαια φαΐ, αλλά
η βαθύτερη ουσία δεν ήταν αυτή, και ο καλλιτέχνης πρέπει να την αποκαλύψει. Ο λαός μπορεί, όχι αυτό το ίδιο το
παιδάκι, αλλά κάποια άλλα παιδιά, κάποια άλλα Αετόπουλα, τρέχαν, μεταφέρανε
μηνύματα, ακόμα και ντουφεκίζονταν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου