ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο κινηματογράφος ήταν για εκείνον τρόπος αναπνοής
Μια μέρα βροχερή...
Η «βροχή», μια λέξη αρχής και τέλους για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μιλώντας για τη σχέση του με τον κινηματογράφο στην αντιφώνησή του κατά την τελετή ανακήρυξής του ως επίτιμου διδάκτορος στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, στις 15/6/99, μίλησε μεταξύ άλλων για τη σχέση του με τον κινηματογράφο που «άρχισε σχεδόν σαν εφιάλτης. Ηταν το '46 ή '47, δε θυμάμαι. Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που πήγαινε πολύς κόσμος στο σινεμά και εμείς μικροί τρυπώναμε ανάμεσα στο συνωστισμό των μεγάλων για να χαθούμε στο μαγικό σκοτάδι του εξώστη. Είδα πολλές ταινίες τότε, αλλά η πρώτη ήταν μια ταινία του Michael Curtiz, το "Angels With Dirty Faces". Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που ο ήρωας οδηγείται από δύο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή... Δε θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ξυπνούσα ιδρωμένος. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σ' έναν τοίχο και μια κραυγή. Αρχισα να γράφω πολύ νωρίς, εκείνη την ίδια εποχή, κάτω από την ταραχή και τη συγκίνηση που μου είχαν δημιουργήσει οι αναταράξεις της Ιστορίας που είχαν προηγηθεί. Ο μεγάλος πόλεμος. Οι σειρήνες του πολέμου του '40. Η είσοδος του γερμανικού στρατού κατοχής σε μια έρημη Αθήνα. Πρώτοι ήχοι, πρώτες εικόνες. Επειτα ο Εμφύλιος το Δεκέμβρη του '44. Η σφαγή. Η καταδίκη του πατέρα σε θάνατο. Το χέρι της μητέρας να τρέμει στο δικό μου καθώς ψάχναμε να βρούμε το πτώμα του ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, σε ένα χωράφι. Καιρό μετά ένα μήνυμά του από μακριά. Η επιστροφή του μια μέρα βροχής. Πρώτες ιστορίες. Πρώτη επαφή με τις λέξεις, λέξεις που αναζητούν εικόνα. Τότε δεν ήξερα. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα όταν έγραψα την πρώτη λέξη στο πρώτο σενάριο. Η λέξη ήταν "βρέχει". Ο Ομηρος, οι αρχαίοι τραγικοί και γενικά η αρχαία ελληνική γραμματεία, αποτελούσαν στην εποχή μου μέρος της σχολικής μας παιδείας. Οι αρχαίοι μύθοι μάς κατοικούν και τους κατοικούμε. Ζούμε σ' έναν τόπο γεμάτο μνήμες, αρχαίες πέτρες και σπασμένα αγάλματα. Ολη η νεότερη ελληνική τέχνη φέρει τα σημάδια αυτής της συμβίωσης. Η διαδρομή μου, η πορεία μου, η σκέψη μου θα ήταν αδύνατο να μην έχουν ποτιστεί από όλα αυτά. Οπως λέει ο ποιητής, "έβγαιναν απ' το όνειρο, καθώς έμπαινα στο όνειρο. Ετσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει"».
...σαν δάκρυα πάνω στη γη
«Συναισθηματικά αριστερός» - όπως δήλωνε πριν λίγα χρόνια με αφορμή την ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει» ο Θόδωρος Αγγελόπουλος - συνέχιζε να δημιουργεί ταινίες βλέποντας την ενασχόληση αυτή όχι «πια ως επάγγελμα αλλά ως τρόπο αναπνοής». Τον μεγάλο δημιουργό - που όπως ο ίδιος παραδεχόταν «ο Βορράς τον τραβούσε»... «Είναι περίεργο. Είμαι ένας άνθρωπος του νότου κι έχω κάνει ταινίες μόνο στο βορρά» - τον απασχολούσε κυρίως το αποτέλεσμα, η ταινία. Εάν εκείνος, ως πρώτος θεατής, έμενε ευχαριστημένος. Εάν του μιλούσε. Εάν κατάφερνε να μιλήσει. Εάν ο διάλογος ήταν δημιουργικός.
Οπως ο ίδιος παραδέχεται, έχει μια περίεργη αίσθηση σε σχέση με τις ταινίες που έκανε πια. «Θα ήθελα να μην τελειώνουν», είχε πει σε συνέντευξη Τύπου στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ πριν μερικά χρόνια. «Εχω μια ανάγκη, αν μπορούσα, να κάνω γυρίσματα 365 μέρες το χρόνο. Ετσι θα ήμουν ευτυχής. Δεν μπορώ να το κάνω και γι' αυτό έχω ένα αίσθημα αποστέρησης. Για μένα είναι σημαντική η ώρα του γυρίσματος. Δε με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Ο,τι και να συμβαίνει, συμβαίνει. Ομως, για μένα η ώρα του γυρίσματος είναι η πιο αγαπημένη, η πιο ιερή».
Σε μια τέτοια ιερή στιγμή τον βρήκε ο θάνατος. Εκεί σαν το τελευταίο γράμμα του νεκρού άντρα της Ελένης από το «Λιβάδι που δακρύζει» - από τη μάχη της Οκινάουα στο Νότιο Ειρηνικό το 1945, που τελειώνει με ένα όνειρο: «Εσκυψες και άπλωσες το χέρι σου στο υγρό χόρτο. Οταν το σήκωσες, λίγες σταγόνες κύλησαν κι έσταξαν σαν δάκρυα πάνω στη γη...».
ΚΕΙΜΕΝΑ:
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Με το βλέμμα... στην αιωνιότητα
Η καριέρα του ως σκηνοθέτη ξεκινάει με μια ταινία που γυρίζει στη Θεσσαλονίκη, για το νεανικό συγκρότημα «Φόρμινξ» του Βαγγέλη Παπαθανασίου, που όμως δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Ολοκληρώνει, όμως, την «Εκπομπή», την πρώτη του ταινία μικρού μήκους το 1968, η οποία προκαλεί αίσθηση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και παίρνει το βραβείο των κριτικών. Οσο για την «Αναπαράσταση», την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους το 1970, έμελλε να βραβευτεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και σε πολλά διεθνή φεστιβάλ.
Το 1972 γυρνάει τις «Μέρες του '36» και το 1974-75 το «Θίασο» - την πιο πολυβραβευμένη του ταινία και αυτή που θα του χάριζε τη διεθνή αναγνώριση. Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1975, όταν από τα ταμεία του Κρατικού Θεάτρου πέρασε ο μεγαλύτερος αριθμός θεατών σε όλη την ιστορία του Φεστιβάλ. Κατά την προβολή της, η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη με πολυάριθμους όρθιους θεατές που στο τέλος τον αποθέωσαν, ενώ η ταινία έλαβε συνολικά επτά βραβεία. Η ταινία επρόκειτο να συμμετάσχει επισήμως στο Φεστιβάλ των Καννών την ίδια χρονιά, όμως η τότε συντηρητική κυβέρνηση επιδίωξε και κατάφερε να αποτρέψει κάτι τέτοιο, καθώς η ταινία αφηγείται τη σύγχρονη ελληνική ιστορία από μαρξιστική σκοπιά.
...έχει ο καιρός γυρίσματα
Διακρίσεις για το «Θίασο» (1974-75): Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) στο Φεστιβάλ των Καννών. Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α' ανδρικού ρόλου (Βαγγέλης Καζάν), Α' γυναικείου ρόλου (Εύα Κοταμανίδου), Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Ειδικό βραβείο» στο Φεστιβάλ της Ταορμίνα. Βραβείο Interfilm στο Φόρουμ του Βερολίνου. Βραβείο Age d' Or (καλύτερη ταινία της χρονιάς), Βρυξέλλες. 1976. Βραβείο Figueira das Foss, Πορτογαλία. 1979. Βραβείο Β.F.I. καλύτερης ταινίας της χρονιάς, Λονδίνο. Μέγα Βραβείο των Τεχνών, Ιαπωνία. Βραβείο καλύτερης ταινίας της χρονιάς, Ιαπωνία. «Καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1971-1980», από την Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου της Ιταλίας. «44η καλύτερη ταινία στην Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου», από τη Διεθνή Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου.
Δίψα ζωής
Η «διαπραγμάτευσή» του, πάντως, με το μεταπολεμικό παρελθόν της Ελλάδας και το παρόν της δηλώθηκε στην ίδια εκδήλωση από τον ίδιο ως εξής: «Υπήρχε μια δίψα ζωής μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Ηταν μια εποχή αθωότητας, αλλά με όραμα για το μέλλον. Αυτό δεν υπάρχει πια». Αναλόγως δεν υλοποιήθηκαν, μεταδικτατορικά, και οι υποσχέσεις για ριζικές αλλαγές που άφηναν η μαζική αντίθεση του κόσμου στη χούντα και η ενεργοποίηση της διανόησης. «Σαν αποτυχημένο έρωτα με το μέλλον», το χαρακτήρισε. Ετσι, το σήμερα είναι ένα «τοπίο στην ομίχλη» - είπε θυμίζοντας τη γνωστή ταινία του - δηλαδή, «ζούμε σε έναν κόσμο που δεν ξέρει πού πάει». Ωστόσο, ανήγγειλε ότι η επόμενη ταινία του (με προσωρινό τίτλο «Αύριο») θα αναφέρεται στο μέλλον. Δυστυχώς, όμως, δε θα γίνει ποτέ.
Οι πιο χαρακτηριστικές ταινίες του για τη μεταπολεμική Ελλάδα, που αξίζουν μια νέα ανάγνωση, μαζί με τον «Θίασο», είναι: «Μέρες του '36» (1972). Διακρίσεις: 1972. Βραβείο σκηνοθεσίας και φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) στο Φόρουμ του Βερολίνου. Oι «Μέρες του '36» είναι αυτές που προετοίμασαν την επιβολή της δικτατορίας του στρατηγού Μεταξά. Σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο και κάτω από έναν δυνατό ήλιο, δολοφονείται ένας συνδικαλιστής. Oι υποψίες στρέφονται στον Σοφιανό, έναν πρώην συνεργάτη της αστυνομίας που έχει πέσει σε δυσμένεια. O Σοφιανός αγωνίζεται μάταια ν' αποδείξει την αθωότητά του. Απελπισμένος, κρατάει όμηρο στο κελί του ένα φίλο βουλευτή που τον επισκέπτεται στη φυλακή, κι απειλεί να τον σκοτώσει αν δεν τον ελευθερώσουν. Είμαστε στις παραμονές των εκλογών του 1936, και η κυβέρνηση Μεταξά, που μόλις στέκεται όρθια χάρη σ' ένα δύσκολο συμβιβασμό ανάμεσα στις δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου, βρίσκεται σε μια πολύ λεπτή θέση: Αν αντισταθεί στον εκβιασμό του Σοφιανού, προκαλώντας το θάνατο του βουλευτή, θα χάσει τη στήριξη της Δεξιάς - κι αν, αντίθετα, υποκύψει στον εκβιασμό κι αφήσει ελεύθερο τον κρατούμενο, θα χάσει τη στήριξη του Κέντρου. Το ποια «τάξη» αποκαταστάθηκε τελικά, το φανερώνει ξεκάθαρα η σκηνή της εκτέλεσης των διαδηλωτών που κλείνει την ταινία.
«Οι κυνηγοί» (1977). Διακρίσεις: 1977. Golden Hugo (βραβείο καλύτερης ταινίας) στο Φεστιβάλ του Σικάγου. Βραβείο της Ενωσης Τούρκων Κριτικών Κινηματογράφου. Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Καννών 1977. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ' την πληγή του, παρόλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Oι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής, μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ' τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος. Μπροστά σ' ένα μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας, που λαμβάνει χώρα στη σάλα χορού του ξενοδοχείου, οι καταθέσεις τους μετατρέπονται σε ζωντανούς εφιάλτες της συλλογικής τους συνείδησης. Προς το τέλος της ταινίας, ο αντάρτης που ζωντανεύει μέσα στη φαντασία των τρομοκρατημένων κυνηγών, μετατρέπεται σ' ένα είδος εκδικητή της επανάστασης.
«Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984). Ενας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, κουρασμένος απ' τις μυθοπλασίες, αναζητά μια ιστορία ουσιαστική και προσκολλάται σ' έναν γέρο που πουλάει λεβάντες στο δρόμο, τον Σπύρο, έναν πρώην κομμουνιστή, εξόριστο στην Τασκένδη, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα μετά από 32 χρόνια εξορία. Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών, και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.
«Το λιβάδι που δακρύζει» (2004). Μια ομάδα ξεριζωμένων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σε ένα βαλτότοπο της Ελλάδας που ορίζεται ένα ποτάμι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες στεριώνουν εκεί έναν οικισμό προσπαθώντας να ξαναχτίσουν τη ζωή τους. Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας, αυστηρός και πείσμων, μετά το θάνατο της γυναίκας του θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στο σπίτι του αφού το είχαν περιμαζέψει στο φευγιό τους μέσα στο χαμό του διωγμού. Ο γάμος δε θα γίνει ποτέ και η Ελένη το σκάει με το γιο του που αγαπιούνται από παιδιά. Η περιπλάνηση των δύο νέων στην Ελλάδα, με την προστασία μιας ομάδας μουσικών, μετατρέπεται σε μια τραγική ιστορία. Η ταραγμένη πολιτική σκηνή οδηγεί τους νέους να αντιμετωπίσουν μια σειρά από γεγονότα που σημαδεύουν οριστικά τη ζωή τους.
«Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998). Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ Καννών. O Αλέξανδρος, ένας μεσόκοπος συγγραφέας, ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού «Ελεύθεροι πολιορκημένοι». Από το ποίημα λείπουν λέξεις, κι ο Αλέξανδρος αποπειράται να τις συγκεντρώσει, να τις αγοράσει, όπως έκανε για τις δικές του λέξεις κι ο Σολωμός. Τούτες οι λέξεις μπαίνουν στο παζλ της συμπλήρωσης του ημιτελούς αριστουργήματος, για να στοιχειώσουν και τη ζωή του Αλέξανδρου. Ομως, οι δυνάμεις του έχουν εξαντληθεί, κι ο ίδιος βαδίζει προς το θάνατο. O χρόνος που του απομένει, ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μόνο μία κίνηση υπάρχει ακόμα: Μια τυχαία συνάντηση μ' ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών.